Ἐπετειολόγιον
3-6-1941
Τά γερμανικά στρατεύματα ἀνασκάπτουν τό χωριό Κάνδανος τῶν Χανίων.
Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός, Παύλη καὶ τὰ νήπια Κλαύδιος, Ὑπάτιος, Παῦλος καὶ Διονύσιος
- Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος, Ὑπάτιος, Διονύσιος, Παῦλος καὶ Παύλα
- Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ θαυματουργός
- Ἡ Ὁσία Ἱερία (ἢ Ἱερεία)
- Ὁ Ὅσιος Πάππος
- Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ Ἱερομάρτυς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
- Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως, ὁ Πρώιος
- Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Δέρκων (†1821)
- Ὁ Ἅγιος Kenin (Ἰρλανδός)
Ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός, Παύλη καὶ τὰ νήπια Κλαύδιος, Ὑπάτιος, Παῦλος καὶ Διονύσιος
Ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν». Δηλαδή, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνουν μὲ τὴν ἀσθενικὴ δύναμη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὰ εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Πράγματι, ποιὸς θὰ περίμενε ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πέρασε σχεδὸν ὅλη του τὴν ζωὴ μέσα στὴν εἰδωλολατρία, τῆς ὁποίας, μάλιστα, ἦταν καὶ Ἱερέας, νὰ γίνει χριστιανός; Κι ὅμως. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸ γέροντα ἱερέα εἰδωλολάτρη Λουκιλλιανό, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ τὸ 270 μ.Χ.. Ὅταν ἄκουσε γιὰ πρώτη φορὰ χριστιανικὸ κήρυγμα στὴν πατρίδα του Νικομήδεια, ἡ θεία χάρη δημιούργησε μέσα του πραγματικὸ σεισμό. Γκρεμίστηκαν σὰν χάρτινοι πύργοι οἱ εἰδωλολατρικές του πεποιθήσεις, ποὺ τόσο βαθειὰ ἦταν ῥιζωμένες στὴν ψυχή του. Τὰ γεροντικά του μάτια ἄνοιξαν καὶ μὲ νεανικὴ ζωηρότητα διακήρυξε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Προσπάθησε, μάλιστα, νὰ φέρει μὲ τὸ κήρυγμά του καὶ ἄλλες ψυχὲς σ᾿ Αὐτόν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καταγγέλθηκε στὸν κόμη Λιβάνια. Μὲ θάῤῥος ὁ Λουκιλλιανὸς ὁμολόγησε μπροστά του τὸ Χριστό. Τότε ὁ κόμης, πιεζόμενος καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, ποὺ θεώρησαν τὸ Λουκιλλιανὸ λιποτάκτη τῆς θρησκείας τους, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ δυνατὴ βροχὴ ἔσβησε τὴν φωτιά. Τότε τὸν ἔστειλαν στὸ Βυζάντιο, ὅπου ὁ Λουκιλλιανὸς ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει μὲ σταυρικὸ θάνατο. Στὴ φυλακὴ μέσα ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανὸς βρῆκε τέσσερα παιδιά, ποὺ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἦταν φυλακισμένα καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίστηκαν. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τοῦ Ἁγίου, ἡ παρθένος Παύλη πῆρε τὰ ἱερά του λείψανα καὶ τὰ ἐνταφίασε. Τότε ὅμως, συνελήφθη καὶ αὐτή, βασανίζεται σκληρὰ καὶ στὸ τέλος ἀποκεφαλίζεται. (Ἡ μνήμη τους - σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς - περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 19η Ἰανουαρίου).
Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος, Ὑπάτιος, Διονύσιος, Παῦλος καὶ Παύλα
ΟΙ τέσσερις πρῶτοι Ἅγιοι ἦταν νεαροί, καὶ ἦταν μέσα στὴ φυλακὴ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Λουκιλλιανό. Ἡ δὲ Ἁγία Παῦλα περιποιεῖτο τὶς πληγὲς τοῦ Ἁγίου Λουκιλλιανοῦ. Καὶ οἱ πέντε μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Λουκιλλιανὸ στὸ Βυζάντιο, μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ θαυματουργός
Ἀπὸ νεαρὴ ἀκόμα ἡλικία ὁ Ἀθανάσιος, ἀφιερώθηκε ὁλόψυχα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου, κηρύττοντας καὶ πράττοντας αὐτό. Ἔτσι ὁ Θεός, τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ θεραπεύει ἀσθένειες τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος. Οἱ προσευχές του σὲ πολλοὺς ἔδιναν τὴν ὑγεία, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ πολλοὶ ἔτρεχαν κοντά του ἢ τὸν προσκαλοῦσαν στὰ σπίτια τους. Μετὰ ἀπὸ καιρό, θέλησε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἄνδρες τῆς μοναστηριακῆς ζωῆς. Πῆγε λοιπὸν σὲ κάποιο μοναστήρι, κοντὰ στὸν ποταμὸ Σάγαρι, ποὺ ἡγούμενός του ἦταν κάποιος πρώην συγκλητικός. Ἀλλὰ στὸ μοναστήρι αὐτὸ εἶχαν περάσει κοσμικὰ πάθη. Ὁ Ἀθανάσιος λοιπόν, μὲ παράκληση τοῦ ἡγουμένου, δέχτηκε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν διόρθωση τῶν ἀτίθασων μοναχῶν. Οἱ προσπάθειές του εἶχαν καταπληκτικὴ ἐπιτυχία. Ὁ θερμὸς λόγος του, τὸ ἄμεμπτο παράδειγμά του, οἱ ἀδελφικές του παρακλήσεις, οἱ ὁλονύκτιες δεήσεις του πρὸς τὸν Θεό, ἐπέφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα. Καὶ ἔτσι, στὶς πρὶν ἀκατέργαστες καὶ σκληρὲς ψυχές, μπῆκε ἡ κατάνυξη καὶ ἡ ἁγιότητα. Κατόπιν ὁ Ἀθανάσιος πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Τραιάνου, ὅπου καὶ ἔμεινε σὰν Ἱερέας. Ἐκεῖ φιλοτεχνοῦσε θρησκευτικὰ συγγράμματα, ποὺ τὰ πουλοῦσε, καὶ τὰ χρήματα διέθετε γιὰ τοὺς φτωχούς. Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ Ἱερομάρτυς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ἀντωνοπούλου τῆς Δημητσάνας καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὴ Σχολὴ Δημητσάνας. Τὸ 1797 ἐξελέγη Μητροπολίτης Δράμας. Τὸ 1810 ἐξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Συνεργάτης στενός του Γρηγορίου Ε´. Συνελήφθη τὸ 1821 καὶ τὴν 3η Ἰουνίου ἀπηγχονίσθη. Οἱ Τοῦρκοι δήμευσαν τὴν περιουσία του, ποὺ εἶχε κληροδοτήσει σὰν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση στὴ Σχολὴ Δημητσάνας.
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως, ὁ Πρώιος
Ἐθνομάρτυρας καὶ ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους λογίους ἱεράρχες τοῦ 19ου αἰῶνα. Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1805-1813) καὶ Ἀδριανουπόλεως (1813-1821). Γεννήθηκε στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ ἐγκύκλια γράμματα. Κατόπιν φοίτησε στὴν Πατμιάδα Σχολή, ὅπου χρημάτισε μαθητὴς τοῦ Δανιὴλ Κεραμέα. Συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν Βενιαμὶν Λέσβιο, ὅπως δείχνει ἡ ἀλληλογραφία τους. Ἡ φιλία τους ἔμεινε ἀδιατάρακτη, γιατὶ εἶχαν κοινὰ ἐνδιαφέροντα, ὡς φίλοι της παιδείας καὶ τοῦ γένους. Τὸ 1786 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἀναχώρησε γιὰ εὐρύτερες σπουδὲς στὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1793 διορίστηκε διδάσκαλος στὴ Σχολὴ τῆς Χίου, ὅπου δίδαξε τὴν φιλοσοφία καὶ τὶς ἐπιστῆμες, μὲ διευθυντὴ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο. Τὸ 1796 ὅμως ἐγκατέλειψε τὴν θέση αὐτή, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν διδασκαλία τῶν παιδιῶν τοῦ Κωνσταντίνου Χαντζερῆ, δραγομάνου τοῦ τουρκικοῦ στόλου, καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη (1797). Ὅταν ὁ Χαντζερὴς διορίστηκε ἡγεμόνας στὴ Βλαχία, ὁ Δωρόθεος τὸν ἀκολούθησε, παίρνοντας γιὰ βοηθό του ἐκεῖ τὸν μαθητή του Νεόφυτο Βάμβα. Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Χαντζερῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Δωρόθεος ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη (1799). Τὸ πατριαρχεῖο τὸν ὀνόμασε ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, προχειρίζοντάς τον σὲ Ἀρχιμανδρίτη. Ὅταν ὁ Δημήτριος Μουρούζης ἵδρυσε τὴν Σχολὴ τοῦ Γένους στὸ Κουρουτσεσμὲ (Ξηροκρήνη), τὸ 1804, ἡ διεύθυνσή της ἀνατέθηκε στὸν Δωρόθεο. Παρέμεινε στὴ διεύθυνση τῆς σχολῆς μέχρι τὸ 1807, ἐνῷ στὸ μεταξὺ εἶχε ἐκλεγεῖ μητροπολίτης Φιλαδελφείας. Δίδαξε τὴν φυσική, τὰ μαθηματικά, τὴ γεωμετρία, τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ λογική. Ἀπὸ ἔγγραφά τους καὶ τὰ χειρόγραφα βοηθήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐφοδίαζε τοὺς μαθητές του, φαίνεται ἡ ἄρτια συγκρότηση καὶ ἡ διοικητικὴ ἱκανότητά του κατὰ τὴν σχολαρχία του. Δὲν περιοριζόταν μόνο στὰ διοικητικὰ καὶ διδακτικὰ καθήκοντά του, ἀλλὰ ἐπιδόθηκε καὶ σὲ ἄλλα, ὠφελιμότερα γιὰ τὸ γένος ἔργα. Τέτοιο εἶναι ἡ σύνταξη τοῦ μεγάλου λεξικοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μὲ τὸν τίτλο Κιβωτός, ποὺ τὸ ἐνίσχυαν ἠθικὰ καὶ οἰκονομικὰ οἱ Ζωσιμάδες. Συνεργάτες τοῦ Δωροθέου στὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν ὁ Ν. Βόμβας καὶ ὁ Νίκ. Λογάδης. Ὁ πρῶτος τόμος τοῦ λεξικοῦ ἐκδόθηκε τὸ 1819. Ὡς σχολάρχης ὁ Δωρόθεος ἀλληλογραφοῦσε μὲ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες, ζητῶντας τὴν συμπαράστασή τους στὴ λειτουργία τῆς σχολῆς. Τὸ 1807 ἄφησε ὡς διάδοχό του στὴ σχολὴ τὸν Πανταλέονα Φραγκιάδη (μετέπειτα Πλάτωνα, μητροπολίτη Χίου) καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Φιλαδέλφεια, τὴν ἕδρα τῆς μητρόπολής του. Τὸ 1813 μετατέθηκε στὴ μητρόπολη Ἀδριανουπόλεως. Προσπάθησε νὰ ἱδρύσει στὴν πόλη Ἱερατικὴ σχολή, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία.Ὀργάνωσε πάντως σχολεῖο καὶ βιβλιοθήκη μὲ τὴν συνεργασία τοῦ Ἀδριανουπολίτη Γ. Σακελλαρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἐμπόρους τῆς Αὐστρίας. Σχολάρχης διορίστηκε ὁ Στέφανος Καραθεοδωρής, δίδασκε ὅμως καὶ ὁ Δωρόθεος θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἐπιστῆμες. Τὸ 1820 κλήθηκε ὡς συνοδικὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἕνα ἔτος μετὰ (Ἀπρίλιος 1821) συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μαζὶ μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη Γρηγόριο Ε´, καὶ ἄλλους ἀρχιερεῖς καὶ ἐπιφανεῖς λαϊκοὺς καὶ ἀπαγχονίστηκε στὸ Μέγα Ῥεῦμα. Ὁ Δωρόθεος ἀνήκει στοὺς μεγάλους διδασκάλους τοῦ γένους κατὰ τὴν φθίνουσα τουρκοκρατία καὶ συνέβαλε στὸν ἑλληνοκεντρικὸ διαφωτισμό του, στὴ μύηση δηλαδὴ στὶς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς παράδοσής του. Σπουδαία βοήθεια προσέφερε μὲ τὰ συγγράμματά του, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἐπιχείρησε δημοσίευση ἐπιστημονικῶν μελετῶν, ἀλλὰ περιορίστηκε στὴ σύναξη βοηθημάτων γιὰ τοὺς μαθητές του. Τὰ πολλὰ ὅμως ἀντίγραφά τους, ποὺ σῴζονται σὲ διάφορες βιβλιοθῆκες, βεβαιώνουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωρίστηκε πολὺ πλατιὰ ἡ ἀξία του ὡς διδασκάλου. Τὰ σωζόμενα χειρόγραφα περιλαμβάνουν ἀριθμητική, γεωμετρία, ἄλγεβρα καὶ τὴν Λογικὴ τοῦ Γενουηνσίου. Κατὰ πληροφορία τοῦ C. Ιken (Leucothea, Ι. Λειψία 1825, σ. 240/241) ὁ Δωρόθεος συνέγραψε Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ποὺ ὅμως δὲν ἐκδόθηκε ποτέ. Ἐπιμελήθηκε τὴν α´ ἔκδοση τοῦ πηδαλίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἅγιορείτου (1800).
Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Δέρκων (†1821)
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ζουμπάντα τῆς Ἀχαΐας καὶ σπούδασε στὴ Δημητσάνα, στὸ Ναύπλιο καὶ στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ μόρφωση καὶ τὸ ἦθος τοῦ Γρηγορίου εἵλκυσαν τὴν ἐκτίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Σωφρονίου Β´ (1774-1780), ὁ ὁποῖος τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1777 τὸν χειροτόνησε μητροπολίτη Λακεδαιμονίας σὲ διαδοχὴ τοῦ ἄλλου ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη Ἀνανία Λαμπάρδη (1750-1767). Τὸ 1790 κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴν σύλληψη ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Τριπόλεως καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Μὴ δυνάμενος νὰ ἐπανέλθει στὴ Λακεδαίμονα, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν μετέθεσε στὴ μητρόπολη Βιδύνης (1791-1801). Ἐκεῖ συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν Πασβάνογλου, ὁ ὁποῖος τὸ 1797 ἀποστάτησε κατὰ τοῦ σουλτάνου. Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας Καλλινίκου Ε´ (α´ 1801-1806, β´ 1808-1809) ὁ Γρηγόριος μετατέθηκε στὴ μητρόπολη Δέρκων. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους Φιλικοὺς καὶ προσέφερε πολλὲς καὶ μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ Ἔθνος. Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη στὴ Μολδοβλαχία (9 Μαρτίου 1821), ὁ Γρηγόριος φυλακίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολῖτες Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Τιρνάθου Ἰωαννίκιο καὶ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεο. Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πελοπόννησο (23-25 Μαρτίου 1821) καὶ τὰ πολεμικὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν, διατάχθηκε ἡ θανάτωση τῶν φυλακισμένων Ἱεραρχῶν. Οἱ μητροπολῖτες Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Τιρνάβου Ἰωαννίκιος καὶ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος ἀπαγχονίστηκαν στὸ Ἀρναούτκιοϊ, ἐνῷ γιὰ τὸν Γρηγόριο ἡ ἀγχόνη εἶχε στηθεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του στὰ Θεραπεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Γρηγόριος προσευχήθηκε, εὐλόγησε τὴν θηλειὰ τῆς ἀγχόνης του καὶ τὴν πέρασε στὸν τράχηλό του, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔτσι τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του ὁ μάρτυρας αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Γένους, ὁ Μέγας Δέρκων Γρηγόριος, τὴν 3η Ἰουνίου 1821.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.