14 Ἰουλίου

Ἐπετειολόγιον

14-7-1913

Ἡμιλαρχία τῆς  VIII Μεραρχίας εἰσέρχεται στίς 11.00 στήν Κομοτηνή, ὅπου γίνεται δεκτή μέ ἐνθουσιασμό ἀπό τούς Ἕλληνες κατοίκους.

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἀπόστολος

Βλέπε βιογραφικό του σημείωμα τὴν 13η Φεβρουαρίου, ὅπου συνεορτάζει μὲ τὴν γυναῖκα του Πρισκίλλα.


Ὁ Ἅγιος Ἰοῦστος

Ρωμαῖος στὴν καταγωγὴ καὶ στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἰοῦστος, διακρινόταν γιὰ τὴν γενναιότητά του. Σὲ πολλὲς μάχες ἔδειξε σπάνια ἀνδρεία, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἀνώτεροί του τὸν τιμοῦσαν ἰδιαίτερα. Μάλιστα, μετὰ ἀπὸ κάθε πόλεμο τὸν προβίβαζαν καὶ σὲ κάποιο ἀνώτερο στρατιωτικὸ ἀξίωμα. Σὲ κάποια, ὅμως, ἐκστρατεία κατὰ τῶν βαρβάρων, τὸ στράτευμα βρέθηκε σὲ μεγάλο κίνδυνο, καὶ τότε ἡ αὐτοθυσία τῶν χριστιανῶν στρατιωτῶν τὸ ἔσωσε. Ὁ Ἰοῦστος, μὲ ἀφορμὴ τὸ περιστατικὸ αὐτό, θαύμασε τὴν διαγωγὴ τῶν χριστιανῶν καὶ θέλησε νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος χριστιανός. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι μόνο μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ καὶ τὸν ἐνημέρωσαν σχετικῶς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰοῦστος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, βρέθηκε σὲ δίλημμα. Διότι ἀντιδροῦσε μέσα του ἡ παλαιὰ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ἀλλὰ κάποια νύχτα ποὺ κοίταζε τὸν ἔναστρο οὐρανὸ συλλογιζόμενος, παρατήρησε φωτεινὸ σταυρό, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαμπε ἡ λέξη «ἀκολούθει». Πράγματι, ὁ Ἰοῦστος σ᾿ αὐτὸ τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως χωρὶς δισταγμούς. Δὲ λογάριασε οὔτε δόξες, οὔτε τιμές, οὔτε στρατιωτικὴ καριέρα, οὔτε ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ «καταλιπῶν ἀπάντᾳ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἄφησε τὰ πάντα, βαπτίσθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ὅταν, ὅμως, ἔμαθε τὸ γεγονὸς ὁ Τριβοῦνος Κλαύδιος, τὸν βασάνισε μὲ πυρωμένα σίδερα. Κατόπιν τὸν ἔριξε στὴ φωτιά, ὅπου θριαμβευτικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴν ψυχή του.


Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος -ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ τὸν ἀπόστολο Ὀνήσιμο, τὸν μαθητὴ τοῦ ἀπ. Παύλου- ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη Καρύνη τῆς Καισαρείας στὴν Παλαιστίνη, καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὸ θεῖο ζῆλο του, τὴν μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ τὴν εὐσπλαχνία του πρὸς τοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα πῆγε στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔγινε μοναχός. Μετὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ διωγμό, οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς ὅπου ἦταν ὁ Ὀνήσιμος διασκορπίστηκαν, καὶ ὁ ἴδιος γύρισε στὴν πατρίδα του. Οἱ γονεῖς του χάρηκαν πολὺ γιὰ τὴν ἐπάνοδό του, ἀλλὰ καὶ λυπήθηκαν συγχρόνως. Διότι εἶχαν τυφλωθεῖ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν ὄψη τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ. Χάρη ὅμως τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὀνησίμου, ἕνα πρωὶ ὁ Θεὸς χάρισε στοὺς δυὸ γονεῖς τὸ φῶς τους καὶ ὅλοι μαζὶ δοξολόγησαν τὸν Εὐεργέτη τους. Κατόπιν ὁ Ὀνήσιμος πῆγε στὴ Μαγνησία, ὅπου ἵδρυσε μοναχικὴ ἀδελφότητα. Ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα.


Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Λέοντα Ε´ τοῦ εἰκονομάχου (813-820) καὶ ἦταν γιὸς γονέων εὐσεβῶν τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης, ἀδελφός του δὲ ἦταν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Λόγω τῆς ἀξιέπαινης ζωῆς του, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἀφοῦ ἀρχιεράτευσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ βασιλικὴ προσταγή. Παρουσιάστηκε στὸ βασιλιὰ καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε πὼς σέβεται καὶ τιμᾶ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε, μετὰ ἀπὸ διάφορες κακοπάθειες καὶ φυλακίσεις, ἐξορίστηκε σὲ κάποιο νησί. Κατόπιν ὁ δυσεβὴς βασιλιὰς Θεόφιλος, ἔκανε νὰ δοκιμάσει ὁ Ἰωσὴφ σκληρότερες κακοπάθειες καὶ σκοτεινότερες φυλακές. Ἔτσι μέσα στὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα, καὶ τὶς διάφορες θλίψεις, ἔφυγε γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ (832).


Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Ἱλάριος

Μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ.


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ νέος

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια (ὁρισμένοι Κώδικες, λανθασμένα γράφουν ὅτι ἦταν ἐπίσκοπος Κρήτης).


Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν χτύπησαν καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ ρόπαλα.


Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σοφὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας

Γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ ἔτος 1749 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Ἀντώνιο καὶ Ἀναστασία Καλλιβούρση. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Νικόλαος καὶ ἀπὸ μικρὸς ἔδειχνε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς καὶ φοβερῆς εὐφυΐας. Τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ ἔμαθε στὴ Νάξο καὶ ἔπειτα στὴ σχολὴ τῆς ἴδιας πόλης ἐπέκτεινε τὶς γνώσεις του, μὲ δάσκαλο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πῆγε στὴν Ἑλληνικὴ σχολὴ τῆς Σμύρνης, ὅπου κοντὰ σὲ φημισμένους διδασκάλους ἔλαβε ἀνώτερη παιδεία καὶ ἀρετή. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένες περιπέτειες, τὸ 1775 πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς, ποὺ διέκριναν τὰ μεγάλα φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματα τοῦ Νικοδήμου, τὸν διόρισαν ἀναγνώστη καὶ γραμματέα τῆς Μονῆς. Στὴ Μονὴ αὐτὴ ὁ Νικόδημος, ὑπῆρξε ὑπόδειγμα διακονίας καὶ πράξεων ἀρετῆς. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο κελλί, ὅπου μὲ ἀσκητικὸ τρόπο, ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη καὶ συγγραφὴ πολλῶν οἰκοδομητικῶν, θεολογικῶν καὶ ἁγιολογικῶν βιβλίων. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ὁ «Συναξαριστής», τὸ «Ἑορτοδρόμιον», ἡ «Νέα Κλίμακα», ὁ «Ἀόρατος Πόλεμος» καὶ ἄλλα πολλά. Τελικὰ μετὰ ἀπὸ διάφορες περιπέτειες, ποὺ ὑπέστη στὴ βραχύχρονη ζωή του, ἀπεβίωσε ἀπὸ ἡμιπληγία τὴν 14η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1809, σὲ ἡλικία 60 χρονῶν. Ἐνταφιάστηκε στὸ Λαυριωτικὸ Κελὶ τῶν Σκουρταίων στὶς Καρυαῖς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα τεράστιο πνευματικὸ συγγραφικὸ ἔργο, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ κεφάλαιο γιὰ τὸν λαὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. (Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ βρεῖ σὲ διάφορα βιβλία ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ ἀναφέρουν λεπτομερῶς τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).