2 Ἰουνίου

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Πατρίδα του ἡ Κωνσταντινούπολη (γεννήθηκε ἐκεῖ τὸ 758). Οἱ γονεῖς του Θεόδωρος καὶ Εὐδοκία ἀνῆκαν στὴν ἐπίσημη καὶ εὐγενικὴ κοινωνικὴ τάξη. Ἰδιαίτερα ὁ πατέρας του διακρινόταν γιὰ τὴν εἰλικρινὴ ἀφοσίωσή του στὴν Ὀρθοδοξία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πέθανε ἐξόριστος στὴ Νίκαια ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Κοπρώνυμο. Στὰ χνάρια τοῦ πατέρα του βάδισε καὶ ὁ Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀνάλογη ὀρθόδοξη παιδεία. Γιὰ ἀρκετὸ χρόνο ἔκανε ἀρχιγραμματέας στὰ ἀνάκτορα, ἀλλὰ ἔπειτα ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα κτῆμα του, κοντὰ στὸ Βόσπορο, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη καὶ τὴν ἄσκηση. Ὅμως, ὁ βασιλιὰς Νικηφόρος τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἀναλάβει τὴν διεύθυνση τοῦ μεγάλου πτωχοκομείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, κρίθηκε κατάλληλος γιὰ Πατριάρχης. Ἀφοῦ σύντομα πέρασε ὅλους τοὺς Ἱερατικοὺς βαθμούς, τὴν Κυριακή του Πάσχα (806 μ.Χ.) ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Ἀλλὰ ἀπὸ δῶ ἄρχισε καὶ ὁ Γολγοθὰς τοῦ Νικηφόρου. Ἔδωσε σκληροὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν διατήρηση τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη βασιλικὴ ἡγεσία. Ὑπέστη πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ διωγμούς. Ἐννιὰ χρόνια ἔκανε στὴν Πατριαρχία καὶ δεκατρία στὴν ἐξορία. Τελικά, πολὺ ταλαιπωρημένος, στὶς 2 Ἰουνίου τοῦ 822 παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, ἀμετακίνητος στὶς πεποιθήσεις του, ὅπως προστάζει τὸ ἅγιο Θέλημά Του: «Ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι». Δηλαδή, γίνεσθε στερεοὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν πίστη σας.


Οἱ Ἅγιοι 38 Μάρτυρες

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν μέσα στὸ λουτρὸ καὶ σφράγισαν τὴν πόρτα.


Ἡ Ἁγία Μητέρα καὶ τὰ Ἅγια τρία παιδιά της

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ὅσιος Ἔρασμος ὁ Ἱερομάρτυρας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ. Ἔγινε κληρικὸς (ἴσως καὶ ἐπίσκοπος) καὶ διέπρεψε στὴ μέριμνα ὑπὲρ τῶν φτωχῶν καὶ στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ἑλκύσει ὅσο γίνεται περισσότερες ψυχὲς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπιδόθηκε σὲ ἀκατάπαυστες περιοδεῖες, στὴ διάρκεια τῶν ὁποίων δίδασκε μὲ ζῆλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνοδευόταν μὲ θαύματα. Κάποτε εἶχε φτάσει στὴ σημερινὴ Ἀχρίδα, ὅπου εἶδε νὰ κηδεύουν ἕνα παιδί. Τὸ θέαμα τὸν συγκίνησε, διότι ὁ πατέρας του τὸ εἶχε μονάκριβο καὶ θρηνοῦσε πολύ. Πλησίασε λοιπὸν τὸ φέρετρο, προσευχήθηκε, καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι του τὸ ἀνέστησε. Τὸ θαῦμα κατέπληξε τοὺς παρευρισκόμενους, καὶ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ καὶ τὸν πατέρα, νὰ βαπτιστοῦν χριστιανοί. Κατόπιν δήλωσε στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, ὅτι ἄλλους θεούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ Ἰησοῦ Χριστό, δὲν γνωρίζει. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ μαρτύρια καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὅμως ἐλευθερώθηκε καὶ ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική του διακονία, μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα. Πέθανε εἰρηνικὰ στὴν πόλη Χερμελία καὶ ἀξιώθηκε μάλιστα, νὰ δεῖ πρὶν πεθάνει, σὲ ὅραμα, στεφάνι ὑπέρλαμπρο ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πρὸς αὐτόν.


Οἱ Ἅγιοι 20.000 Μάρτυρες

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἐράσμου στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ὅσιος Μαρῖνος ὁ Βαάνης

Ἡ μνήμη του ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς καὶ ἀναγράφεται ἀπὸ τὸν Γεδεὼν στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο (σελ. 110). Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς ἐπίσημους, τὸν δρουγγάριο Νικηφόρο καὶ τὴν Μαρία. Ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια στὴ Βιζύη τὴν Θρᾴκης καὶ ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Συμεών, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸν Κυμηνά. Ἦταν εὐσεβής, ἐλεήμων καὶ ἀσκητικότατος. Ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Κορώνης.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀσπροκάστρῳ, ὁ Νεομάρτυρας

Βλέπε βιογραφία του στὶς 12 Ἰουνίου.


Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφεια, Νεομάρτυρας

Γεννήθηκε στὴ Φιλαδέλφεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ γένος ἐπίσημο, ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Δόγκας. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἡ μητέρα του ἐξακολούθησε νὰ τὸν ἀνατρέφει ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Σεμνὸς καὶ ὡραῖος καθὼς ἦταν, κίνησε τὸν φθόνο τῶν Τούρκων, ποὺ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ νεαρό της ἡλικίας του - ἦταν 13 ἐτῶν- τὸν ἐξισλάμισαν. Μπῆκε στὴν ὑπηρεσία κάποιου προκρίτου Τούρκου τῆς Φιλαδέλφειας καὶ ἀπόκτησε μέσα σὲ λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Γιὰ τὴν φήμη τῆς ἀνδρείας του στοὺς πολέμους μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους, δέχτηκε τὴν πρόταση νὰ παντρευτεῖ τὴν κόρη ἑνὸς Τούρκου ἐπισήμου. Ἀλλὰ λίγο πρὶν τὸ γάμο, αἰσθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἐξώμοσή του καὶ ἔτσι ἀποφάσισε νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Σὲ ἡλικία λοιπὸν 25 ἐτῶν, παρουσιάστηκε ἐπίσημα μπροστὰ στὸν Τοῦρκο διοικητὴ καὶ παρουσία πολλῶν Τούρκων ἐπισήμων, δήλωσε, ὅτι θεωρεῖ ἀπάτη τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀρνεῖται καὶ ἀποδέχεται τὸν Χριστό. Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ ὅρμησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ διοικητῆ, τὸν φυλάκισαν. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, ὁ διοικητὴς ἔστειλε Ἱεροδιδασκάλους, ποὺ μὲ συμβουλὲς καὶ ἄλλους τρόπους προσπάθησαν νὰ ἐπαναφέρουν τὸν Δημήτριο στὸν μωαμεθανισμό. Ὁ Δημήτριος ποθῶντας τὸ μαρτύριο ἔμεινε ἀμετάπειστος στὴν ἀπόφασή του. Ὁ διοικητής, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε τὸν θάνατο τοῦ Δημητρίου, τὸν ἀποφυλάκισε. Ὁ Δημήτριος ὅμως, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας του, μπῆκε σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ ἐλέγχει μπροστὰ σὲ πλῆθος Τούρκων, μία πρὸς μία τὶς πλάνες τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας. Κατόπιν ἔβγαλε τὸ λευκὸ σαρίκι ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τὸ πράσινο τούρκικο ῥοῦχο του, καὶ τὰ ποδοπάτησε λέγοντας: «καθὼς καταπατῶ αὐτὰ ποὺ εἶναι σημάδια τῆς δικῆς σας πίστεως, ἔτσι καταπατῶ καὶ τὴν πίστη καὶ τὸν νόμο σας καὶ ἀρνοῦμαι αὐτὴ καὶ τὴν ἀποστρέφομαι». Ἐξοργισμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Δημητρίου, ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸ ἔδαφος, ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ πέτρες καὶ ξύλα. Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ἦταν νεκρὸς καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἀλλ᾿ ὁ Δημήτριος συνῆλθε ἀπὸ τὴν λιποθυμία καὶ εἶπε στοὺς βασανιστὲς του «ἔχω χρήματα νὰ σᾶς δώσω νὰ ἀγοράσετε ξύλα νὰ μὲ κάψετε». Ἀκόμα πιὸ ὀργισμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ μαχαίρια, μέχρι ποὺ ὁ μάρτυρας παρέδωσε τὸ πνεῦμα του τὴν 2α Ἰουνίου 1657. Γεμάτοι θυμὸ οἱ Τοῦρκοι, προσπάθησαν νὰ κάψουν τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ κατάφεραν, τὸ διαμέλισαν χτυπῶντας το μὲ βαριὰ σίδερα.


Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν

Καταγόταν ἀπὸ Μουσουλμάνους γονεῖς καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ψιλομέτωπο τῆς Μυτιλήνης. μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τ᾿ ἀδέλφια του ἦλθε στὴ Μαγνησία καὶ ἀργότερα στὴ Σμύρνη, ὅπου βοηθοῦσε τ᾿ ἀδέλφια του στὸ ὀπωροπωλεῖο, πηγαίνοντας στὰ σπίτια τῶν εὐγενῶν αὐτὰ ποὺ ἀγόραζαν ἀπὸ τὸ μαγαζί τους. Πηγαίνοντας ὅμως συχνὰ στὴ Μητρόπολη τῆς Σμύρνης, ἄκουγε καὶ ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔφυγε λοιπόν, στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸν δεχόταν. Τότε ὁ ἐκεῖ ἐξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´, στὴ Μ. Λαύρα, ἀφοῦ τὸν δοκίμασε τὸν βάπτισε χριστιανὸ στὰ Καυσοκαλύβια, μὲ τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος. Στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τὰ τίμια λείψανα τῶν νεοφανῶν μαρτύρων καὶ τὸν κατέλαβε ὁ πόθος νὰ μιμηθεῖ τὴν πράξη τους. Ἀφοῦ πέρασε μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ κοντὰ σὲ πνευματικό, ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Μαγνησία, γιὰ νὰ βαπτίσει τὴν ἀδελφή του χριστιανή. Μετὰ ὅμως ἀπὸ συμβουλὴ τῶν Πατέρων, ἀπέπλευσε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀποβιβάστηκε στὶς Κυδωνιές. Ἐκεῖ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κάποιο Τοῦρκο καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Ἀγά. Ἐκεῖ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα φανέρωσε τὴν καταγωγή του. Ὁπότε φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε σκληρά. Ὅταν τὸν ἀνέκριναν πάλι, ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε μπροστὰ τοὺς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὸ ἀμετάθετό της πίστεως του. Τότε ξανὰ τὸν φυλάκισαν καὶ τὸν βασάνισαν μὲ φρικτὸ τρόπο. Ἀλλὰ βλέποντας ὁ ἡγεμόνας, ὅτι κάθε προσπάθειά του πήγαινε χαμένη, τὸν ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ καὶ ἐκεῖ τὸν ὑπέβαλαν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 2 Ἰουνίου 1819. Χειρόγραφη Ἀκολουθία του βρίσκεται στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὰ Καυσοκαλύβια καὶ στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα στὸ Ἅγιον Ὄρος.


Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Ἰωάννης ὁ Νέος ποὺ μαρτύρησε στὸ Βελιγράδι (Ῥῶσος)


Ὁ Ἅγιος Ἀλκιβιάδης ὁ ἐν Λουγδούνῳ (†177)

Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 16ης Αὐγούστου.


Ὁ Ἅγιος Λέανδρος μάρτυρας ὁ Ἠπειρώτης