Ἐπετειολόγιο
20-3-1941
Ὁ Μουσολίνι παραδέχεται τήν ἰταλική ἥττα στήν Ἀλβανία.
Ἁγιολόγιο
- Οἱ Ὅσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
- Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφημία καὶ Θεοδώρα (κατ᾿ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας
- Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
- Ὁ Ἅγιος Ῥοδιανός
- Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἔπαρχος
- Ὁ Ἅγιος Λολλίων ἢ Δολλίων
- Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουήλ
- Ὁ Ἅγιος Σεϊμβλᾶς
- Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεομάρτυρας
- Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος (Ῥῶσος)
- Ὁ Ἅγιος Cuthbert (Σκωτσέζος)
Οἱ Ὅσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήμ. Στὰ χρόνια του Ἡρακλείου (620-641), ἐπέδραμαν σ᾿ αὐτὴ βάρβαροι Ἄραβες, διότι νόμιζαν ὅτι ἡ Μονὴ εἶχε πολλοὺς θησαυρούς. Ὅμως, διαψεύσθηκαν. Οἱ μοναχοὶ τὸ μόνο πλοῦτο ποὺ εἶχαν, ἦταν οἱ ἀρετές τους. Ἡ συντήρησή τους ἦταν λιτὴ καὶ γινόταν μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου τους. Οἱ ἐπιδρομεῖς, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δὲν ὑπῆρχαν λάφυρα στὸ μοναστήρι, ἐκνευρίστηκαν πολὺ κατὰ τῶν μοναχῶν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς συγκέντρωσαν, τοὺς εἶπαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἐπειδή, ὅμως, κανένας δὲν δέχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποφάσισαν νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ἔτσι, ἄλλους ἀποκεφάλισαν, ἄλλους ἔσχισαν στὴ μέση, ἄλλους ἔκοψαν σὲ πολλὰ κομμάτια καὶ ἄλλους κάρφωσαν μὲ τὰ ξίφη τους. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες, ποὺ μέχρι τέλους κράτησαν σταθερὴ τὴν πίστη τους, πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὴν αἰωνιότητα, κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ μεγάλη πίστη τῶν μοναχῶν δίνει ἀφορμὴ νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται», ὁ δίκαιος, δηλαδή, θὰ ζήσει καὶ θὰ σωθεῖ διὰ τῆς πίστεως. (Ἡ μνήμη τῶν ὁσιομαρτύρων αὐτῶν ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 16η Μαΐου).
Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφημία καὶ Θεοδώρα (κατ᾿ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας
Ἔζησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν συμπεριέλαβε καὶ τὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας. Μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν θυμάτων τῆς εἰδωλολατρικῆς τυραννίας οἱ ἑπτὰ αὐτὲς γυναῖκες, ἀγανακτισμένες γιὰ τὴν βαρβαρότητα τῶν εἰδωλολατρῶν, παρουσιάστηκαν στὸν ἔπαρχο καὶ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τοὺς συνεχεῖς βασανισμοὺς καὶ θανάτους. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτή, τὶς ὁδήγησε στὸ κριτήριο. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βέβαιο κίνδυνο, διατήρησαν ὅλη τὴν εὐσεβὴ φλόγα τους. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ στόματά τους ἐπανειλημμένη, συχνή, θαῤῥαλέα, σταθερή. Τότε τὶς μαστίγωσαν, ἔσχισαν ἔπειτα τὶς σάρκες τους καὶ στὸ τέλος τὶς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι καὶ τὶς ἔκαψαν ζωντανές.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Ὁ ἀθλητὴς αὐτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων. Ἡ εὐσέβεια καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές του, τὸν ἔφεραν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀπολλωνιάδος, πόλης τῆς Βιθυνίας, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Μητρόπολη Νικομήδειας. Ἀκριβὴς γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, διδάσκαλος καὶ κήρυκας εὔγλωττος καὶ πρακτικότατος, διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν ἄκρα ἀφιλοκέρδεια καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του. Ἡ θύελλα τῶν εἰκονομάχων, ζήτησε νὰ τὸν παρασύρει στὸ κίνημά της κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γιὰ τὴν ἄρνησή του καταδιώχθηκε καὶ ἐξορίστηκε, ὑποβλήθηκε δὲ καὶ σὲ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες. Ἀσθένησε ὅμως βαρειὰ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ τίμιο στεφάνι τοῦ ὁμολογητῆ καὶ τῆς παντοτινῆς μνήμης ἀπὸ μέρους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ γροθιὲς μέχρι θανάτου. Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 15ης Ἰουλίου, ποὺ ἀναφέρεται ὡς Λολλιανός.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 26ης Μαρτίου, ποὺ φέρεται ὡς Μανουήλ. Ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 27η Μαρτίου ἡ μνήμη του.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας» 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεομάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης (σημερινὸ Ἡράκλειο). Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς γονεῖς, ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος, ὁ δὲ ἴδιος ἦταν πολὺ σεμνός, φρόνιμος καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ῥάφτη καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολὺ εὐσυνείδητος ἐπαγγελματίας, οἱ φθονεροὶ Τοῦρκοι τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία τουρκοπούλα. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ κριτήριο, ἀπολογούμενος ἀπέῤῥιψε τὴν συκοφαντία, ἀλλὰ τοῦ ἐτέθη τὸ δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ μάρτυρας ἀποκρίθηκε ὅτι ὄχι μόνο δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστό, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος καὶ νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτόν. Τότε τὸν βασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν καὶ πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ Μύρων ὁμολόγησε γιὰ δεύτερη φορὰ, σταθερά, τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὅταν τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὁ μάρτυρας μὲ τὴν ἄδεια τῶν δημίων του, πλησίασε τὸν πατέρα του, ποὺ παρακολουθοῦσε τὸ μαρτύριο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὰ φίλησε. Ἔπειτα πῆρε τὴν εὐχή του καὶ τράβηξε γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀγχόνη, τὸ ἔτος 1793.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.