5 Αὐγούστου

Ἐπετειολόγιον

5-8-1909

Διαλύεται ἡ «Πανελλήνια Ὀργάνωση» ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1908 καί συνέχιζε τόν Μακεδονικό Ἀγώνα μέ εἰρηνικά μέσα, μετά τή Νεοτουρκική Ἐπανάσταση.

Ἁγιολόγιον


Προεόρτια (παραμονή) τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ


Ὁ Ἅγιος Εὐσίγνιος

Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν στρατιωτικὸς γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε ὅταν βασίλευε ὁ Κώνστας ὁ Χλωρός, πατέρας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔζησε πολλὰ χρόνια καὶ πρόφθασε μέχρι καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονῶν! Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπὸ περιέργεια τὸν δέχθηκε, καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν εἶδε τὸ γέροντα στρατιώτη τόσων χρονῶν νὰ διατηρεῖ ἀλύγιστο τὸ σῶμα του. Διέταξε καὶ τὸν περιποιήθηκαν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα. Ἀλλὰ ὁ Εὐσίγνιος δὲν ἱκανοποιήθηκε ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς περιποιήσεις τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι μάταια προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει ἕνα πτῶμα, ὅπως εἶναι ἡ εἰδωλολατρία. Καὶ ἐπὶ τέλους, νὰ πάψει νὰ διώκει τὸ Χριστό. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰουλιανὸς ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τότε ὁ Εὐσίγνιος, γεμάτος ἀπὸ χαρά, εἶπε: «Εὐχαριστῶ, βασιλιά. Ὁ θάνατος μὲ σεβάστηκε στὸ πεδίο τῶν μαχῶν, γιὰ νὰ μὲ εὕρει τώρα καὶ νὰ μοῦ δώσει τὸ κτύπημα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιο τέλος εἶναι ἄξιο χριστιανοῦ στρατιώτη, καὶ δοξολογῶ τὸν Ὑψιστο ποὺ εὐδόκησε νὰ μὲ φυλάξει γιὰ τέτοιο τέλος». Ἔτσι ὁ Εὐσίγνιος ἔλαβε τὸν τίμιο θάνατο τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμό.


Τὰ ἅγια ἀδέλφια Καττίδιος καὶ Καττιδιανός

Μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ.


Ἡ Ἁγία Νόννα

Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἀνήκει στὴ μερίδα τῶν χριστιανῶν γυναικῶν καὶ μητέρων, ποὺ μὲ τὸ φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λάμπρυναν τὸ στερέωμα τῆς χριστιανικῆς Ἱστορίας. Εὐσεβής, ἁγνή, μὲ θερμὴ πίστη, μὲ διαμαντένιο χαρακτῆρα, μὲ πολλὴ μελέτη καὶ ἀκριβὴ γνώση τῶν δογμάτων καὶ τῶν ἐντολῶν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἀναδείχτηκε ὁ καλὸς ἄγγελος τοῦ σπιτιοῦ της. Ὁ σύζυγός της Γρηγόριος εἶχε πέσει στὴν αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων, ποὺ δεχόταν μονοπρόσωπο τὸν Ὑψιστο καὶ ἀπέρριπτε τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ Νόννα μὲ τὶς προσευχές της καὶ τὴν πειθώ, ποὺ ἐξασκοῦσε μὲ σοφία καὶ στοργή, ἐπανέφερε τὸ σύζυγό της στὸν ὀρθόδοξο δρόμο, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ στὴ συνέχεια ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐσεβεῖς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔπειτα ἡ Νόννα, ἔδειξε τόσο μεγάλη προσοχὴ στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν της, ὥστε ἀνέδειξε πολύτιμες δυνάμεις καὶ ἔξοχα κοσμήματα τῆς χριστιανικῆς πίστης. Καὶ αὐτὰ ἦταν, ὁ μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἄλλος γιός της Καισάριος καὶ ἡ πασίγνωστη -γιὰ τὴν εὐσέβειά της- κόρη της Γοργονία. Ἔτσι ἡ Νόννα ἀποτελεῖ παράδειγμα γιὰ μίμηση στὶς κοινωνίες, ποὺ θέλουν νὰ ἀντλοῦν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια χριστιανικὴ τόνωση, καὶ νικηφόρες δυνάμεις κατὰ τῶν ἀσεβῶν δοξασιῶν καὶ τῆς τυραννίας τῶν παθῶν. Ἡ Ἁγία Νόννα ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Σόλεβ ὁ Αἰγύπτιος

Μαρτύρησε διὰ τοξευόμενου βέλους.


Ὁ Ἅγιος Φάβιος (ἢ σωστότερα Φαβιανός) ὁ Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ρώμης

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Στοὺς καταλόγους τῶν παπῶν μεταξὺ τῶν μαρτύρων συγκαταλέγεται ὁ πάπας Φαβιανὸς (236-350), ποὺ μαρτύρησε ἐπὶ Δεκίου τὴν 20η Ἰανουαρίου (Εὐσέβιου Ἐκκλ. Ἱστορία κεφ. κθ´).


Ὁ Ἅγιος Θέρισσος (ἢ Θύρσος) ἐπίσκοπος Καρπασίας

Κύπριος Ἅγιος, ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ὁποίου σῴζεται καὶ ἀρχαῖος ναὸς κοντὰ στὴ θάλασσα. (Περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια, καὶ τὴν 23η Ἰουλίου).


Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Τὴ μνήμη του ἀναγράφει ὁ Γεδεὼν στὸ Ἑορτολόγιό του σελ. 149. Ὁ Εὐθύμιος αὐτὸς εἶναι, ποὺ πατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 906-911 καὶ μετὰ τὴν παύση τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀδελφοῦ τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀγαθοῦ, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 5η Αὐγούστου τοῦ 917.


Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ἀπὸ τὴν Πρέβεζα

Ὁ ἥρωας αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν ἀπὸ τὴν Πρέβεζα. Ἂν καὶ ναυτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, καθόλου δὲν ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν χριστιανοπρεπὴ διαγωγή του. Ὅταν κάποτε τὸ πλοῖο στὸ ὁποῖο δούλευε ἔφτασε ἀπὸ τὴν Κρήτη στὸ λιμάνι τῆς Κῶ, ὁ Χρῆστος ἀμέσως ἔτρεξε στὴν Ἐκκλησία, προσευχήθηκε, βρῆκε πνευματικὸ καὶ ἐξομολογήθηκε. Μετὰ ἀπὸ μέρες, ὅταν πήγαινε γιὰ τὸ πλοῖο του, συναντήθηκε μὲ γενίτσαρους, ποὺ ἄρχισαν νὰ τοῦ βρίζουν τὴν πίστη καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὁ Χρῆστος δὲν φοβήθηκε καὶ ἀπάντησε στοὺς Τούρκους, ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ κολασμένος ἀντίχριστος. Γεμάτοι θυμὸ οἱ γενίτσαροι, ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ μὲ ἄγρια χτυπήματα τοῦ εἶπαν ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του γιὰ νὰ σωθεῖ. Ὁ Χρῆστος ἀπάντησε ἀπαγγέλλοντας τὸ σύμβολο τῆς πίστης. Τότε αὐτοί, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Οἱ ἄπιστοι ἄφησαν τὸ σῶμα του ἄταφο γιὰ ἕνα μήνα. Ἀλλὰ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀναλλοίωτο καὶ στὶς πρῶτες νύχτες τὸ σκέπαζε κάποιο γλυκὸ φῶς, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μάλιστα, κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ἔκανε καὶ πολλὰ θαύματα. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς 5 Αὐγούστου 1668.


Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός

Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος Ἰωαννούλιος ἢ Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός, γεννήθηκε τὸ 1595 ἢ 1596 στὸ Μέγα Δένδρο Ἀποκούρου (Θέρμου Αἰτωλίας) ἀπὸ πτωχοὺς γονεῖς. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν μετέβη στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Βλοχοῦ Τριχωνίδος ὅπου, ἔλαβε τὶς πρῶτες ἐγκύκλιες γνώσεις Συνέχισε τὰ μαθήματά του στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ χωριοῦ Τροβάτο τῶν Ἀγράφων. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1616 στὴ Μονὴ Τατάρνας καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα παρέμεινε στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὸ 1619 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ Μονὴ Σινᾶ ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύριλλο Λούκαρη καὶ κατόπιν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, μὲ τὸν ὁποῖο ἔζησε πολλὲς ταλαιπωρίες γιὰ τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία καὶ γιὰ τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα του. Ὁ Εὐγένιος ἔφτασε στὸ σημεῖο, ἀκόμα καὶ νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν Τουρκόφιλο καὶ Λατινόφρονα Πατριάρχη Κύριλλο Κοντάρη, ἀλλὰ ἀργότερα, τὸ 1639, ὁ Πατριάρχης Παρθένιος τὸν ἀποκατέστησε πανηγυρικά. Ἀκολούθως διακόνησε ἐπὶ τρία ἔτη στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὰ Ἱεροσόλυμα. Κατόπιν συνέχισε τὶς σπουδές του στὰ Τρίκαλα, τὴν Κεφαλλονιά, τὴν Ζάκυνθο καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, κοντὰ στοὺς σημαντικοὺς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς Παΐσιο Μεταξᾶ, Θεόφιλο Κορυδαλλέα καὶ Μελέτιο Συρίγο. Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος ἀπὸ τὸ 1639 ὡς τὸ 1640 διηύθυνε τὴν Σχολὴ τῆς Ἄρτης. Τὸ 1645 πῆγε στὸ Καρπενήσι, ὅπου ἀνήγειρε μεγαλύτερο ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ στὸν περίβολό του Σχολὴ Ἀνωτέρων Γραμμάτων, ποὺ ἔγινε γιὰ τὴν Εὐρυτανία κέντρο πνευματικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀναδείχτηκαν ἀπὸ ἐκεῖ πολλοὶ σπουδαῖοι ἄντρες, ὅπως ἐπίσκοποι, Πατριάρχες κλπ. Ἐπίσης ὁ Ὅσιος ἵδρυσε Σχολὲς στὴ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὰ Βραγιαννὰ τὸ 1661, τὸ γνωστὸ καὶ ὡς «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων», καθὼς καὶ στὸ Αἰτωλικό. Ἐκοιμήθη στὶς 6 Αὐγούστου 1682 στὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ καὶ τάφηκε στὸ νάρθηκα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Κατέλιπε πλούσιο παιδευτικό, συγγραφικό, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ πολλοὺς ἀξίους μαθητές, ποὺ διέπρεψαν στὰ Γράμματα καὶ συνέχισαν τὸ ἔργο του Σπουδαιότερος ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ βιογράφος του λόγιος ἱερομόναχος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος (1654-1729). Μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀρ 346/1-7-1982 Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη κατετάγη ἐπισήμως στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς κατ᾿ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται τὴν 6η Αὐγούστου, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ συμπίπτει μὲ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἑορτάζεται τὴν 5η Αὐγούστου.