3 Ἀπριλίου

Ἐπετειολόγιον

3-4-1821

Ὑψώνεται στή Θήβα ἡ σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως.

3-4-1821

Ἐπαναστατοῦν τά νησιά Σπέτσες, Πόρος, Αἴγινα καί Σαλαμίνα.

Συναξαριστής:

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἡγούμενος Μονῆς Μηδικίου

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅμως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς μὲ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραμματικὰ καὶ πνευματικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούμενο. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρμένιος, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐμμένω εἰς τοὺς προτέρους λογισμούς μου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβομαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέλημα δὲν ὑπακούω... Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιμένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁμόφρονάς σου ἀναθεματίζω. Κᾶμε δὲ ὅ,τι θέλεις». Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁμολογητές.


Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πλωτῖνος, ἡ δὲ μητέρα του Ἀγάθη, καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ διδάγματα καὶ τὸ ζωντανὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν προτίμηση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἀπαγγελία ἱερῶν ὕμνων, ποὺ ἔψαλλε μὲ πολλὴ αἰσθηματικότητα καὶ τέχνη. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του, κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὕστερα στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ἔπειτα Ἱερέας. Στὴ νέα του ζωὴ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερὸ ζῆλο του καὶ τὴν ἀσκητικότητα τῶν συνηθειῶν του. Διέπλασε χαρακτῆρα σύμφωνα μὲ τὴν ἀκρίβεια τῶν χριστιανικῶν παραγγελμάτων, ἀναδείχθηκε πρᾶος, ταπεινόφρων καὶ ἄκακος. Ἐκεῖ ἐπίσης, συστηματοποίησε τὴν καλλιγραφικὴ ἀντιγραφὴ καὶ σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνώρισε τὸ Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη καὶ συγκατοίκησαν γιὰ λίγο μαζὶ σ᾿ ἕνα κελλί. Ἐπειδὴ ὅμως ἀντέδρασε στὰ διατάγματα τοῦ εἰκονομάχου βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´, ἐξεδιώχθη στὴ Ῥώμη. Στὸ δρόμο τὸν ἀπήγαγαν πειρατὲς στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ κεῖ ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθύ γῆρας τὸ 842. Δικό του ἔργο κατὰ μέγα μέρος, ἀποτελεῖ καὶ ἡ λεγόμενη Παρακλητική.


Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος

Τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι συγκεχυμένα. Στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα 70 ἡ μνήμη τοὺς συνοδεύεται μὲ αὐτὴ τοῦ Μάρτυρα Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ δὲν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Κώδικα αὐτό, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, αὐθόρμητα παρουσιάστηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Καὶ συγχρόνως ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Ὁ δὲ πονηρὸς ἄρχοντας τοὺς εἶπε νὰ ἔλθουν στὴ γιορτὴ τῶν εἰδώλων καὶ ἀφοῦ θυσιάσουν σ᾿ αὐτά, θὰ ἔκανε ὅ,τι αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι προσποιήθηκαν ὅτι θὰ πήγαιναν. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ἡ γιορτὴ καὶ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θυσιάσουν, οἱ Ἅγιοι ἔριξαν κάτω τὰ εἰδωλόθυτα καὶ συνέτριψαν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς. Τότε οἱ φτωχοὶ τῆς πόλης, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαξαν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς κατεστραμμένους βωμοὺς καὶ ἔφαγαν ὅλα τὰ εἰδωλόθυτα. Διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχε πολλὴ πεῖνα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν μὲ σχοινιὰ καὶ γιὰ τρία 24ωρα τοὺς ἔσερναν μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης, καὶ τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα μὲ πέτρες, ξύλα, καὶ τοὺς ἔκοβαν μὲ τὰ δόντια τὶς σάρκες τους. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν μὲ ὀγκόλιθους, τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾿ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἀνέσυρε σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν ὅμως, οἱ πιὸ πωρωμένοι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Ἄλλοι Συναξαριστὲς ὅμως γράφουν, ὅτι ὁ μὲν Βιθύνιος μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὁ δὲ Γάλυκος ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, καὶ ὁ Δίος μαρτύρησε ἀφοῦ δέχτηκε μία κεραμίδα στὸ κεφάλι.


Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος

Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν Ῥῶσος στὴν καταγωγὴ καὶ σὲ παιδικὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε. Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Παῦλος παντρεύτηκε Ῥωσίδα γυναῖκα, πρώην αἰχμάλωτη, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ζωὴ εὐσεβή. Κάποτε ὅμως τὸν κατέλαβε ἐπιληψία καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν Ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς ἐπονομαζόμενης τοῦ Μογλουνίου. Στὸ δρόμο συνάντησε Τούρκους καὶ ἄρχισε νὰ ζητάει ἀπ᾿ αὐτοὺς βοήθεια, φωνάζοντας «Ἀγαρηνὸς εἶμαι». Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὸν Βεζίρη, ποὺ πρόσταξε τὴν σύλληψη τῶν ἱερέων τοῦ προαναφερθέντος Ναοῦ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ μάρτυρα. Ὅταν ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν παραμονή του στὸν Ναό, ἔγινε καλά, παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητοῦσε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε δόξες καὶ τιμές. Ἐνῷ στὴν ἀντίθετη περίπτωση, τὸν ἀπειλοῦσε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ποὺ τὸν συνόδευε, ὁμολογοῦσε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁπότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ὅταν καὶ πάλι ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ Βεζίρη, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν Ἱππόδρομο Ἂτ μεϊντάν, ὅπου ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 3 Ἀπριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, τὸ ἔτος 1683. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.


Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ Παρθενομάρτυς ἡ μετὰ τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἐν Ἀντιοχείᾳ