Ἁγιολόγιον
- Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Ῥωμαία, ἡ Ὁσιομάρτυς
- Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος καὶ Μαρία ἡ ἀνεψιά του
- Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος, Μίνης καὶ Μιναῖος
- Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ στρατηλάτης
- Ἡ Ὁσία Ἄννα
- Ἡ Ἁγία Μελιτινή
- Ἡ Ἁγία Βάσσα
- Ὁ Ἅγιος Διομήδης
- Κατάθεσις Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου
- Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἱερομάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»
- Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἐσφιγμενίτης, ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας
- Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος Ἀρχιμανδρίτης, ὁ Ῥοστοβίας θαυματουργὸς Ῥῶσος
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Ῥωμαία, ἡ Ὁσιομάρτυς
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι. Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος, ὑπενθύμισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Τότε, δυναμικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγὼ, εἶπε, μία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιμοῦν γι᾿ Αὐτὸν τὸν θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸ Χριστό μου τὸν θέλω καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν καμία δύναμη δὲ θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει. Ἂν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε». Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν μαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τὴν κρέμασε καὶ τῆς ἔσχισε τὸ σῶμα. Μετὰ ἔκοψε τοὺς μαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε. Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος καὶ Μαρία ἡ ἀνεψιά του
Ἄριστεύς τῆς ἐγκράτειας καὶ τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἄφησε τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Ζοῦσε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου προσευχόταν καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἀπὸ κεῖ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονήσει τὴν βασιλεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπομονή του κατόρθωσαν πολλὲς φορὲς νὰ καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιὲς καὶ νὰ ἑλκύσουν στὸ σταυρὸ ψυχὲς ὑπερβολικὰ ἐξαγριωμένες. Πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν ὁ Ἀβράμιος, διατηροῦσε ὅλη τὴν ζωντάνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία του, μπόρεσε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴ σωτηρία ἁμαρτωλῶν γυναικῶν. Κάποτε εὐτύχησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Μαρία. Τὴν εἶδε σὲ κάποιο πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει, φορτωμένη μὲ κοσμήματα καὶ συντροφιὰ μὲ ἀκόλαστους νέους. Ἡ παραστρατημένη ὅμως νεαρή, δὲν εἶχε ἀποβάλει ἐντελῶς τὶς εὐσεβεῖς ἀναμνήσεις της. Τὴν ἑπομένη, πῆγε στὸ γέροντα ἀσκητὴ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ μὴ παρέχει τὴν δική Του. Τὰ λόγια αὐτὰ συντάραξαν τὴν Μαρία, μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ζωὴ ἅγια. Ὁ δὲ Ἀβράμιος πέθανε ὑπέργηρος, ὑπηρετῶντας πιστὰ μέχρι τέλους τὸ Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος, Μίνης καὶ Μιναῖος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μίνη καὶ Μιναίου, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 1η Αὐγούστου).
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν τρυπῶντας του τὰ πλευρὰ μὲ λόγχη.
Γεννήθηκε στὸ Βυζάντιο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ὁ πατέρας της, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, ἦταν Διάκονος στὸν Ναὸ τῆς Θεοτόκου στὶς Βλαχέρνες. Νωρὶς ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἡ γιαγιά της τὴν πάντρεψε μὲ κάποιο εὐσεβῆ Διάκονο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ἀλλ᾿ ἀργότερα, ὁ ἄντρας της καὶ τὰ δυό της παιδιὰ πέθαναν καὶ ἔτσι ἡ Ἄννα διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι. Κατόπιν ὅμως, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, διέλυσε τὴν Μονὴ στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ Ἄννα. Στὴν ἀνάγκη αὐτή, ἡ Ὁσία φόρεσε ῥοῦχα ἀνδρικὰ καὶ μπῆκε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι μὲ τὸ ψευδώνυμο Εὐφημιανός. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεῖα ῥοῦχα καὶ ἔμεινε σὰν μοναχὴ στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν. Μὲ τέτοια δὲ θεοφιλῆ ἐργασία παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.
Ἀφοῦ βασανίστηκε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα καὶ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, τελικὰ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χτυπήματα μὲ ξίφος, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Θεό.
Καὶ αὐτῆς ἡ μνήμη ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ». (Καὶ Sinaxaria Selecta σελ. 172, 43).
Τὴ μνήμη του συναντᾶμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1589 φ. 91α ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὑτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διομήδους, μαθητοῦ τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Τριφυλλίου ἐπισκόπου Λευκωσίας». Ἄλλο βιογραφικό του στοιχεῖο δὲν ὑπάρχει.
Κατάθεσις Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου
Τὴ μνήμη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, συναντᾶμε μόνο στὸ Λαυρωτιακὸ Κώδικα Δ´ 14 φ. 15, ὅπου ὑπάρχει καὶ εἰδικὸς Κανόνας γιὰ τὴν γιορτὴ αὐτὴ ἀπὸ ἄγνωστο ποιητή, ποὺ μεταξὺ ἄλλων λέει: «Κάρα τὴν σὴ ῥέοντος πλούτου φανότερον πιστῶς ἐναγλαΐζεται τοῦδε τοῦ ἄστεως ἡ σεπτὴ ἐκκλησία τεῖχος κεκτημένη. Πρόδρομε κῆρυξ Χριστοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἱερομάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»
Σύμφωνα μὲ τὸ Νέο Μαρτυρολόγιο, ὁ μάρτυρας αὐτὸς μαρτύρησε στὰ Μουδανιὰ στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1653. Κανόνα τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Μελέτιος Συρίγου. Ὁ Otto Meinardus ἀναφέρει σὰν ἡμέρα μνήμης τοῦ νεομάρτυρα τὴν 7η Ἰανουαρίου καὶ συγχέει τὰ περιστατικὰ τοῦ βίου του μὲ αὐτὰ τοῦ Ἀθανασίου ἐξ Ἀτταλίας, ποὺ μαρτύρησε τὸ 1700.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἐσφιγμενίτης, ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας
Πατρίδα του τὸ χωριὸ Παράορα τῆς ἐπαρχίας Κεσσάνης τῆς Θρᾴκης, καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δυὸ θυγατέρες. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ μία περιπέτεια μὲ τὴν σύζυγό του, ἀποχαιρέτησε τὰ παιδιά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἀποχώρησε στὴν Αἶνο. Ἐκεῖ ἀποκατέστησε τὴν γυναῖκα του σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ αὐτὸς ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Τιμόθεος καὶ ἔμεινε ἕξι χρόνια ἀσκούμενος στὶς ἀρετές, ὑπακοή, πραότητα, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν πῆγε στὸ κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγμένου, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο. Τελικά, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγούμενου του Εὐθυμίου, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔφτασε στὴν Κεσσάνη. Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν συνοδό του ἱερομόναχο Εὐθύμιο, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπαναφέρουν στὴ σωστὴ πίστη ἀρνησίχριστους. Τοὺς πρόδωσαν ὅμως καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς μετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀδριανουπόλεως. Ἐκεῖ βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ Ὅσιοι ἔμεναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς μὲν Εὐθύμιο καὶ κάποιον ἄλλο μοναχὸ Βαρνάβα τοὺς ἐλευθέρωσαν καὶ τοὺς ἀπέλασαν, τὸν δὲ Τιμόθεο ἀποκεφάλισαν στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1820. Μέρος τῶν αἱματωμένων ἐνδυμάτων του βρίσκεται στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. (Ὁρισμένοι Συναξαριστές, μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους, ἀναφέρουν καὶ κάποιον Ἱερέα Νικόλαο).
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος Ἀρχιμανδρίτης, ὁ Ῥοστοβίας θαυματουργὸς Ῥῶσος