Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Ἀπόστολος
- Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἡ συμβία του
- Ἡ Ὁσία Ποπλία ἡ Ὁμολογήτρια
- Ὁ Ὅσιος Πέτρος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»
- Μνήμη τῶν δικαίων Ἀβραάμ καὶ Λὼτ τοῦ ἀνεψιοῦ του
- Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Ἀπόστολος
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφός του Ματθαίου τοῦ εὐαγγελιστῆ καὶ γιὸς τοῦ Ἀλφαίου. Ὁ Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπειτα πῆγε καὶ σὲ ἄλλες χῶρες γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ, κατέστρεφε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γιάτρευε ἀῤῥώστιες καὶ ἐξεδίωκε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὀνόμαζαν θεῖο σπέρμα. Ὁ ἱδρώτας, οἱ μόχθοι καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν πολλοί. Ὁ θάνατος πολλὲς φορὲς τὸν πλησίασε, ἀλλὰ στὴ σκέψη τοῦ Ἰακώβου κυριαρχοῦσαν ἐνθαῤῥυντικὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ σὰν γνήσιος μαθητής μου, λέει ὁ Κύριος, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸ διεφθαρμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἑαυτό του, καὶ ἂς πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ γιὰ μένα ὄχι μόνο θλίψη καὶ δοκιμασία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ θάνατο σταυρικό. Καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθεῖ, μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰάκωβος, μιμούμενος τὸ Διδάσκαλό του, ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἡ συμβία του
Ἔζησαν κατὰ τὸ ἔτος 594 καὶ ἦταν σύζυγοι ἐνάρετοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν εὔποροι καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀνδρόνικος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπόκτησε ἀπὸ τὸν γάμο αὐτὸ δυὸ παιδιά, ποὺ ὅμως πέθαναν. Αὐτὸ κατέθλιβε τοὺς δυὸ γονεῖς καὶ γιὰ νὰ βροῦν παρηγοριὰ κατέφυγαν γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἀπὸ κεῖ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μπῆκαν σὲ μοναστήρι. Ὁ μὲν Ἀνδρόνικος πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ γυναῖκα του Ἀθανασία στὴ γυναικεία Μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκητικὰ πέρασαν τὸ ὑπόλοιπον της ζωῆς τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Παντρεύτηκε καὶ ἀναδείχτηκε πρότυπο χριστιανῆς γυναίκας, ποὺ ξέρει μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη νὰ διατηρεῖ τὴν ἁρμονία τοῦ οἰκογενειακοῦ σπιτιοῦ. Ἡ Ὁσία Ποπλία γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀντιόχεια, ἐπὶ αὐτοκρατόρων μεγάλου Κων/νου μέχρι καὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη (361 μ.Χ.). Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φρόντισε καὶ μπόρεσε νὰ ἀναθρέψει τὸ μοναχογιό της Ἰωάννη, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν διαγωγή, μὲ τὴν ὁποία ἔλαμψε αὐτὸς καὶ ἀναδείχτηκε ἔξοχος μεταξὺ ἐξόχων. Ἦταν τόσο σεμνὸς καὶ ὑπερβολικὰ ταπεινόφρων, ὥστε ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Ἀντιοχείας τὸν πίεσαν νὰ τὴν ἀναλάβει αὐτός. Ἀλλ᾿ ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἄκαμπτος καὶ ἔμεινε ἁπλὸς ἱερέας. Μετὰ λοιπὸν τὴν δική του χειροτονία καὶ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα του Ποπλία παρέλαβε στὸ σπίτι της εὐσεβεῖς ὀρφανὲς παρθένες. Φρόντιζε νὰ τὶς κυβερνᾷ μὲ στοργὴ καὶ τοὺς μετέδιδε τὴν θερμὴ πίστη της, τὶς μάθαινε νὰ εἶναι ἁγνὲς καὶ ὅταν χρειαστεῖ νὰ γίνουν ἡρωίδες τοῦ σταυροῦ καὶ μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν κάποτε ἦλθε ὁ Ἰουλιανὸς στὴν Ἀντιόχεια νὰ ἐνθαῤῥύνει τοὺς εἰδωλολάτρες, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Ποπλίας. Τότε αὐτή, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες παρθένες, ἔψαλλαν δυνατὰ «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον..». Ἐκνευρισμένος ὁ Ἰουλιανός, ἔστειλε καὶ τῆς ἔκαναν παρατήρηση νὰ μὴ τὸ ξανακάνει. Ἀλλ᾿ ὅταν ξαναπέρασε ἀπὸ τὸ σπίτι της, αὐτὴ ἔψαλλε δυνατὰ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Τότε ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὴν μαστίγωσαν σκληρά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν γριὰ δὲν τὴν σκότωσε. Ἔτσι ἡ Ποπλία συνέχισε τὸ ἀγαθοποιὸ ἔργο της, μέχρι ποὺ ἡ δίκαια ψυχή της παραδόθηκε στὸ στεφανοδότη Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῶν Γαλατῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἦταν γιὸς τοῦ Θεοφίλου καὶ τῆς Εὐδοκίας καὶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Λέων. Ἐπειδὴ ἦταν ὡραῖος καὶ δυνατὸς στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴ φρόνηση, ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε κόμη. Ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια πολέμησε καὶ ἔκανε πολλὰ ἀνδραγαθήματα, κατόπιν τὰ καταφρόνησε ὅλα καὶ ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Δαφνῶνα, μὲ τὸ ὄνομα Πέτρος. Ἔπειτα πῆγε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἔμεινε μόνιμα, ἀφοῦ ἔφυγε στὴ Λαοδικεία καὶ τὴν Ἀττάλεια. Ἀφοῦ μὲ ἀνδρεία ὑπέφερε τοὺς κόπους τῆς ὁδοιπορίας καὶ τῆς ἄσκησης, καὶ τὸν ἄγριο θυμὸ τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ποὺ συναντοῦσε στὸ δρόμο, τελευταῖα ἐπανῆλθε στὸν Ὄλυμπο. Ἐπειδὴ δὲ τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς του ἔγινε φανερὸ στοὺς βασιλεῖς, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλιὰς Βασίλειος ὁ Μακεδών, τὸ ἔτος 867, τὸν ἔπεισε νὰ κατοικήσει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ. Ἐκεῖ λοιπόν, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Μνήμη τῶν δικαίων Ἀβραάμ καὶ Λὼτ τοῦ ἀνεψιοῦ του
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ γνωστὸς πατριάρχης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ γιὸς τοῦ Θάρα. Γεννήθηκε στὴν Οὒρ τῆς Χαλδείας ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Σήμ. Ὁ δὲ Λὼτ ἦταν γιὸς τοῦ Ἄῤῥαν καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀβραὰμ πολὺ ἀγαπημένος. Πῆγε μὲ τὸν θεῖο του στὴ Χαρὰν καὶ ζοῦσε μαζί του. Ἀλλὰ λόγω τῶν συχνῶν διενέξεων τῶν ὑπηρετῶν, ἀποχωρίστηκε τοῦ θείου του καὶ κατοίκησε στὴν πεδιάδα τῶν Σοδόμων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὴν καταστροφή της.
Πρόκειται γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Τύρου. Βλέπε κυρίως μνήμη του τὴν 5η Ἰουνίου.