Ἐπετειολόγιον
16-4-1821
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ὕδρας Γεράσιμος ὑψώνει στό Διοικητήριο τή Σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως.
Ἁγιολόγιον
- Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία
- Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεμῖνος
- Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα
- Ἡ Ἁγία Εἰρήνη
- Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης
- Ὁ Ὁσιομάρτυς Χριστοφόρος
- Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ (†304)
- Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ Πριγκίπισσα
Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία
Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφὲς καὶ πνευματικὰ βλαστάρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ ψυχὲς καὶ τῶν τριῶν παρθένων ἦταν στολισμένες μὲ πολλὰ χριστιανικὰ χαρίσματα. Στὸ πρόσωπό τους ἔβρισκε πλήρη ἐφαρμογὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς γυναῖκες: «Μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτούς». Νὰ στολίζουν, δηλαδή, τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη. Πράγματι, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς ὄχι μόνο ἔτσι στόλιζαν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς κατέφυγαν σὲ κάποιο ψηλὸ βουνό. Ἡ κρυψώνα τους, ὅμως, ἀνακαλύφθηκε. Συνελήφθησαν καὶ τὶς ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Δουλσήτιο. Αὐτὸς μὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτές, μὲ ὅπλα τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν, ὁμολογοῦσαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Τότε, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία πέθαναν, ἀφοῦ τὶς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἐνῷ ἡ Εἰρήνη βρῆκε μαρτυρικὸ τέλος, ἀπὸ τὸ βέλος ποὺ τῆς ἔριξε ἕνας στρατιώτης.
Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεμῖνος
Ὅλοι μαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ Φήλιξ ἦταν ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ Ἰανουάριος πρεσβύτερος τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ στενὸς συνεργάτης του στὴ διδασκαλία καὶ τὶς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι δυὸ διακρίνονταν σὰν οἱ πιὸ ἔνθερμοι πιστοί, ἐργαζόμενοι καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν ἁλιεία ψυχῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ δραστήριο ἐπίσκοπό τους. Ὅμως, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φήλικα νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε, λέγοντάς του, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν ἔχουν ὁρισθεῖ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν πνευματική τους ζωή. Ἀμέσως τότε τὸν φυλάκισαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτὸ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τὸν ἐξόρισαν μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φορτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεμίνο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι στὴ θάλασσα, τοὺς ἔφεραν στὴ Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἀκολούθησαν νέες ἀπειλὲς καὶ βάσανα, ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων πρὸς τὸ Χριστὸ διατηρήθηκε ἡ ἴδια. Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό. (Ἡ μνήμη τους ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Αὐγούστου).
Ὁ ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες, ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251), καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου, καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Κορίνθου Βενοῦστο. Οἱ Μάρτυρες ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους καὶ ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ξεσχίσουν τὸν Λεωνίδη καὶ κατόπιν, αὐτὸν μαζὶ μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ θάλασσα. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ μαρτύριο ὅλες μαζὶ ἔψαλλαν διάφορους ψαλμοὺς καὶ κατόπιν ἀφοῦ ὅλες τὶς ἔδεσαν μὲ πέτρες τὶς ἔριξαν στὴ θάλασσα, μαζὶ μὲ τὸν Λεωνίδη. Ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἀμάραντα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου, μία ἡμέρα πρὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα δηλαδὴ τὸ Μεγάλο Σάββατο.
Ἡ ἁγία αὐτὴ μαρτύρησε τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ στὸν ἴδιο τόπο, ποὺ μαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἅγιες Γυναῖκες. Ἡ Εἰρήνη προσπαθοῦσε γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ προδόθηκε στὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε. Κατόπιν τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν πίστη, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν.
Γεννήθηκε στὰ Βοῦρλα τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴ Σμύρνη σὰν χαλκουργός. Ὅταν ἦταν 18 ἐτῶν καὶ κατὰ τὸ πρῶτο Σάββατο τῶν νηστειῶν, μὲ δόλο ἐξισλαμίστηκε ἀπὸ ἕναν καφεπώλη Τοῦρκο, ποὺ κατόπιν ἐργαζόταν μὲ μισθὸ στὸ μαγαζί του. Κατὰ τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς Ἀναστάσεως, ἄκουσε τοὺς συνομηλίκους του νὰ ψάλλουν μὲ χαρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὁ Μιχαήλ, συναισθάνθηκε τότε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας του, ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο καὶ συνέψαλλε μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὴν ἑπόμενη, ὅταν ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν κριτή, τοῦ εἶπε: «Ὅταν ἕνας γελαστεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει μολύβι, νόμιμο εἶναι νὰ δώσει πίσω τὸ μολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, διότι ἡ ἀλλαξιὰ δὲν ἔγινε δίκαια καὶ ἐν γνώσει, ἀλλὰ μὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία. Ἑπομένως, πᾶρε ἐσὺ τὸ μολύβι ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ παίρνω ἐγὼ πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, δηλαδὴ τῶν γονιῶν μου τὴν πίστη». Οἱ κριτὲς θαύμασαν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ νέου καὶ προσπαθοῦσαν μὲ διάφορες κολακεῖες νὰ μεταστρέψουν τὴν γνώμη του. Ὁ νεομάρτυρας ὅμως ἐπέμενε καὶ ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Μετὰ δυὸ μέρες τὸν ξαναέβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ῥώτησαν ἂν καὶ πάλι ἐπιμένει στὴ χριστιανική του πίστη. Ὁ Μιχαὴλ μὲ θάῤῥος ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἔτσι καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἀποκεφαλίστηκε τὸ 1772 καὶ τὸ ἱερό του λείψανο ῥίχτηκε στὴ θάλασσα. Τὸ περισυνέλεξαν ὅμως κάποιοι χριστιανοὶ βαφεῖς καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸν Ναὸ τῆς ἁγίας φωτεινῆς στὴ Σμύρνη.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Ἀν. Θρᾴκης καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Χριστόδουλος. Ὅταν ἦταν νέος με δόλιο τρόπο ἐξισλαμίστηκε ἀπὸ ἕναν ἐξωμότη Ἀρμένιο. Συναισθάνθηκε ὅμως τὸ σφάλμα του, μετανόησε καὶ ἐξομολογήθηκε. Σὲ ἡλικία 19 χρονῶν ἦλθε στὴ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια ἔζησε μὲ ὑποταγὴ καὶ κατάνυξη. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ ἀποκήρυξε τὸν Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν Χριστιανική του πίστη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1818, ἡμέρα Τρίτη Διακαινησίμου καὶ ὥρα 08:00 ἀποκεφαλίστηκε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ (†304)
Ὅλοι ὁμολόγησαν εὐθαρσῶς τὴν πίστη τοὺς μπροστὰ στὸν ἀστυνόμο Θεσσαλονίκης τὸ 304 καὶ κλείστηκαν στὴ φυλακή. Ἄλλα στοιχεῖα τους δὲν βρίσκουμε.
Ῥωσίδα (†1378).