Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ὅσιος Παχώμιος
- Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλειος, ἐπίσκοπος Λαρίσης
- Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης
- Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός
- Οἱ Ἅγιοι Ἡσαΐας ἐπίσκοπος Ῥοστοβίας ὁ Θαυματουργός, Δημήτριος ὁ βασιλόπαις δούκας, Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας ὁ θαυματουργὸς καὶ Ἡσαΐας ὁ θαυματουργὸς τοῦ ἐν Σπηλαίῳ ἢ Σπηλαιώτου (Ῥῶσοι)
- Ἡ Ὁσία Καλή
- Μνήμη τῆς Θεοτόκου ἐν τῷ Περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποίητου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς
- Ἀνακομιδὴ τῆς τίμιας κάρας τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Τίτου ἀπὸ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης εἰς τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ, τὸ Ἡράκλειον Κρήτης
Ἡ Ἄνω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκε ὁ Παχώμιος ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, τὸ 292 μ.Χ. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν, κατατάχθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ στρατό, ὅπου συνδέθηκε μὲ χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ ἔτσι γνώρισε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, βαπτίσθηκε. Ἡ ψυχή του, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε κάτι περισσότερο καὶ ἀνώτερο πνευματικά. Πῆγε, λοιπόν, κοντὰ σὲ ἕναν φημισμένο ἡσυχαστή, τὸν Παλαίμονα, ὅπου κοντά του προόδευσε στὴν ἄσκηση, τὴν ἀρετὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴ βαθειὰ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν πέθανε ὁ Παλαίμονας, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ Παχώμιος ἔκτισε δικό του κελλὶ στὸν τόπο Ταβενησία, κοντὰ στὸ Νεῖλο. Μὲ τὸ χρόνο σχηματίσθηκε ἀδελφότητα, καὶ ἔτσι ἔγινε ἐκεῖ ὁλόκληρη Μονή. Καταπληκτικὰ ὀργανωτικὸ πνεῦμα ὁ Παχώμιος καὶ μὲ βοηθὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, κατόρθωσε νὰ δημιουργήσει ἄριστο κοινοβιακὸ σύστημα καὶ διοικοῦσε ἁρμονικότατα τοὺς 3.000 περίπου μοναχοὺς ποὺ ἦταν γύρω ἀπ᾿ αὐτόν. Θεωρεῖται, μάλιστα, καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ὁ Παχώμιος δὲν ἦταν καὶ τόσο πολὺ ἐγγράμματος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐπηρέαζε, διότι πάντα εἶχε κατὰ νοῦ τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε· ὅτι ὁ Θεὸς ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Δηλαδή, κουμπωθεῖτε σὰν ἄλλο ῥοῦχο τὴν ταπεινοφροσύνη, διότι ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινοὺς δίνει χάρη. Ἔτσι καὶ ὁ Παχώμιος, μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα εἶχε τὴν χάρη νὰ συζητᾷ κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὰ θεολογικὰ ζητήματα. Τὸ Μάιο τοῦ 348, προσβλήθηκε ἀπὸ πανώλη καὶ πέθανε.
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλειος ἐπίσκοπος Λαρίσης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ νεανικός του πόθος τὸν ἔφερε στοὺς ἅγιους Τόπους καὶ κατόπιν στὴ Ῥώμη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο τοῦ ἱεροκήρυκα, διδάσκοντας ἀκατάπαυστα τὸ θεῖο λόγο σὲ πόλεις καὶ χωριά, ἀψηφῶντας ἀνάγκες, βρισιές, διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες. Οἱ μεγάλες καὶ σπουδαῖες ὑπηρεσίες του, τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο Λαρίσης. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση ὁ Ἀχίλλειος ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς ἀρχηγὸς καὶ διδάσκαλος, αὐτὸς ποὺ ἔλεγε καὶ ἔπραττε. Κήρυττε κάθε μέρα, βοηθοῦσε τὶς χῆρες, προστάτευε τὰ ὀρφανά, ἀνακούφιζε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους, ἦταν ὁ ἄγρυπνος φύλακας καὶ φρουρὸς τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως καὶ τοῦ ποιμνίου ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ὁ Ἀχίλλειος διακρίθηκε καὶ στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ σύνοδο στὴ Νίκαια, ἐναντίον τοῦ Ἀρείου. Καὶ τότε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, ἐκτιμῶντας τὶς ἀρετές του, τοῦ ἔδωσε μεγάλη χρηματικὴ δωρεὰ τὴν ὁποία, ὅταν ὁ Ἀχίλλειος ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, διέθεσε γιὰ νὰ κτίσει ναοὺς καὶ γιὰ τὴν μέριμνα τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν φτωχῶν. Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ θάνατό του, κάλεσε κοντά του ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ τοὺς ἔδωσε πατρικὲς συμβουλὲς γιὰ τὰ καθήκοντά τους. Τὸ λείψανό του, μέχρι τὸν 10ο αἰῶνα κοσμοῦσε τὴν Λάρισα. Τὸ ἅρπαξαν ὅμως οἱ Βούλγαροι ὅταν εἰσέβαλαν στὴ Θεσσαλία.
Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωή του, μόνο ὅτι μαρτύρησε διὰ ξίφους. Στὸν Λαυριωτικὸ ὅμως Κώδικα 70φ. 244 ὑπάρχουν τὰ ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν βάρβαρος, λεηλατοῦσε καὶ ἔτρωγε σάρκες ἀνθρώπων. Κάποιος ἱερέας ὅμως, μαζὶ μ᾿ ἕναν βοηθό του, ἦλθαν σὲ ἕνα τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νῆσα γιὰ νὰ λειτουργήσει στὸν ἐκεῖ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅρμησε ὁ Βάρβαρος γιὰ νὰ τοὺς φάει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε Ἄγγελο Κυρίου νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν ἱερέα. Τότε μετανόησε γιὰ ὅλα καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἱερέα, ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε χριστιανός. Τότε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ του, γιὰ τρία χρόνια βάδιζε σὰν τετράποδο καὶ ἔτρωγε χόρτα καὶ ῥίζες ἀπὸ διάφορα φυτά. Κάποτε ὅμως, ἕνας γεωργὸς τὸν πέρασε γιὰ ἀρκούδα καὶ τὸν χτύπησε θανάσιμα στὴ δεξιά του πλευρά, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό. Στὸν τόπο ὅπου μαρτύρησε ἀναβλύζει μύρο καὶ γίνονται ἰάσεις ἀσθενειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωή του καθὼς καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἔγραψε ὁ Ἀνδρέας ὁ Ἱδρωμένος ὁ Ὑπάργιος (†1847). Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ὅσιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι τῆς Ἠπείρου καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μιχαὴλ Β´ τοῦ Κομνηνοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου (1237-1271). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ἡδονὲς χρημάτων, περιουσίας καὶ συζύγου, κατοίκησε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ, μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ ἁγίασε τὴν ζωή του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἡσαΐας ἐπίσκοπος Ῥοστοβίας ὁ Θαυματουργός, Δημήτριος ὁ βασιλόπαις δούκας, Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας ὁ θαυματουργὸς καὶ Ἡσαΐας ὁ θαυματουργός του ἐν Σπηλαίῳ ἡ Σπηλαιώτου (Ῥῶσοι)
Μνήμη τῆς Θεοτόκου ἐν τῷ Περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποίητου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς