Ἐπετειολόγιον
10-6-1822
Ἡ Ἀθήνα μετά ἀπό 366 χρόνια ἦταν καί πάλι ἐλεύθερη.
10-6-1823
Δύναμη 1.000 Τούρκων πυρπολεῖ τήν Ἀράχωβα.
10-6-1920
Μεικτό ἀπόσπασμα τῆς XIII Μεραρχίας καταλαμβάνει τήν πόλη Σαλιχλή (περιοχή τῆς Φιλαδέλφειας).
10-6-1944
Οἱ Γερμανοί ἐκτελοῦν στό Δίστομο 218 ἄτομα, ἀπό τά ὁποῖα 20 βρέφη, 15 παιδιά καί 42 ὑπερήλικες.
Ἁγιολόγιον
- Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα
- Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος καὶ σοφότατος Μάρτυρας
- Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἐπίσκοπος Προῦσας
- Ὁ Ὅσιος Κανίδης
- Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη
- Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώς (ἢ Ἀπόλλων) ὁ Ἐπίσκοπος
- Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐπίσκοπος Βιθυνίας
- Ὁ Ὅσιος Σιλουανός, ὁ τῆς Λαύρας Κιέβου (Ῥῶσος, + 13ος-14ος αἰ.)
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα
Χριστιανὴ παρθένος ἡ Ἀντωνίνα, ἀποτελοῦσε φωτεινὸ ἀστέρι τῆς κωμοπόλεως Καρδάμου. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἁγνότητα, ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, ἦταν τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς της. Βασικὴ ἀσχολία εἶχε τὴν περίθαλψη ὀρφανῶν καὶ τὴν ἀνακούφιση δυστυχισμένων συνανθρώπων της. Ἡ διαγωγή της αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Φῆστο, ποὺ τὴν συνέλαβε καὶ τὴν ὑπέβαλε σὲ ἀνάκριση. Ἡ Ἀντωνίνα χωρὶς δισταγμὸ ὁμολόγησε πὼς ἦταν χριστιανή. Ὁ ἔπαρχος, βλέποντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴν μεταπείσει καὶ ὅτι ἡ Ἀντωνίνα ἔδινε μεγάλη βαρύτητα στὴν παρθενική της τιμή, τὴν ἔριξε σὲ ἕνα καταγώγιο διεφθαρμένων γυναικῶν. Ἀλλὰ ἡ προσευχὴ τῆς παρθένου κόρης προκάλεσε τρομερὸ σεισμὸ στὸ σπίτι αὐτό, ὥστε οἱ ἴδιες αὐτὲς γυναῖκες νὰ τὴν διώξουν. Ὁ Φῆστος τὴν ἐπανασυνέλαβε καὶ τὴν ἔριξε σὲ ἄλλο ὅμοιο καταγώγιο. Κάποιος, ὅμως, χριστιανός, ὀνομαζόμενος Ἀλέξανδρος, πῆγε σ᾿ αὐτὸ τὸ διαφθορεῖο, μπῆκε στὸ δωμάτιο τῆς Ἀντωνίνας καὶ τὴν φυγάδευσε μὲ τὰ δικά του ῥοῦχα. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ Φῆστος, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀφοῦ συνέλαβε καὶ τοὺς δυό, ἀκρωτηρίασε καὶ ἄλειψε μὲ πίσσα τὰ σώματά τους. Στὴ συνέχεια τοὺς ἔριξε στὴ φωτιά, ὅπου μαρτυρικὰ παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους. Ἔτσι, ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἡ Ἀντωνίνα ἔγιναν «τύπος τῶν πιστῶν ἐν ἁγνείᾳ». Δηλαδή, παράδειγμα τῶν πιστῶν στὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα τῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος καὶ σοφότατος Μάρτυρας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Ἀλεξανδρείας Μαξίμου, τοῦ ὁποίου ἡ δούλη κατάγγειλε τὸν σοφότατο καὶ ὡραῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νεανίσκο. Ὁ ἡγεμόνας τὸν βασάνισε ποικιλλοτρόπως, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταφέρει, διέταξε νὰ θανατωθεῖ. Ὅταν τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, ἦταν καὶ ἡ δούλη ποὺ τὸν πρόδωσε. Τότε ὁ Νεανίσκος τῆς ἔκανε νόημα νὰ τὸν πλησιάσει, καὶ ὅταν τὸν πλησίασε τῆς ἔδωσε τὸ χρυσὸ δαχτυλίδι του καὶ τῆς εἶπε: «Σὲ εὐχαριστῶ, γυναῖκα, διότι μὲ τὴν προδοσία σου ἔγινες πρόξενος σ᾿ ἐμένα τέτοιων ἀγαθῶν». Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, προσευχήθηκε καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἐπίσκοπος Προῦσας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363). Οἱ Συναξαριστὲς ἀφηγοῦνται, ὅτι σκότωσε δράκοντα μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ποὺ φώλευε μεταξὺ τῆς Προῦσας καὶ τῶν θερμῶν ὑδάτων. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἰουλιανός, ἔστειλε ἀπεσταλμένο του στὸν ἐπίσκοπο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Τιμόθεος ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ὁ Ἰουλιανὸς τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, τὸ ἔτος 379. Ἦταν γιὸς εὐσεβῶν γονέων, Θεοδότου καὶ Θεοφάνους, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Καππαδοκία. Μικρὸς ἀκόμα, εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε σ᾿ ἕνα βουνό, ὅπου κλείστηκε μέσα σὲ μία σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ κατάρτιζε τὸν ἑαυτό του. Ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑγρασία τῆς σπηλιᾶς αὐτῆς, ἔπεσαν οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του καὶ τῶν γενείων του. Ἔτσι ἀσκητικὰ καὶ ὅσια ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Σὲ ἡλικία μόλις 15 χρονῶν, παντρεύτηκε καὶ μετὰ τρία χρόνια ἔγγαμης ζωῆς, ἡ σύζυγός του πέθανε. Αὐτὸς τότε ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ κελλί, ἀφοῦ πρῶτα κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε χριστιανός, καὶ ἐκεῖ ζοῦσε ζωὴ ὁσία. Ἔμαθε ὅμως ὅτι κάποια πόρνη, Πανσέμνη ὀνομαζόμενη, παρέσυρε πολλοὺς στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Ἔβγαλε λοιπὸν τὰ φτωχικά του ῥοῦχα, ντύθηκε λαμπρὴ φορεσιὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του. Τοῦ εἶπε ὅτι θέλει νὰ ξαναπαντρευτεῖ καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειαζόταν χρήματα. Ὁ πατέρας του χάρηκε καὶ τοῦ ἔδωσε ἀρκετὰ χρυσὰ νομίσματα γιὰ τοὺς γάμους του. Ὁ Θεοφάνης μόλις πῆρε τὸ χρυσό, πῆγε καὶ βρῆκε τὴν ὡραία Πανσέμνη. Ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν μαζί, τὴν ῥώτησε ἂν θέλει νὰ γίνει γυναῖκα του, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως νὰ γίνει χριστιανή. Ἡ Πανσέμνη διέκρινε ὅτι, αὐτὸς δὲν ἦταν σὰν τοὺς συνηθισμένους ἐραστὲς καὶ τὰ λόγια του εἶχαν μιλήσει στὴν καρδιά της. Μὲ χαρὰ λοιπὸν μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς φτωχούς, βαπτίστηκε χριστιανὴ καὶ ἔζησε μὲ τὸν ὅσιο Θεοφάνη σ᾿ ἕνα διπλανὸ κελλί. Μετὰ 15 μῆνες, πέθαναν εἰρηνικὰ καὶ οἱ δυὸ μαζί.
Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώς (ἢ Ἀπόλλων) ὁ Ἐπίσκοπος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐπίσκοπος Βιθυνίας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Σιλουανός, ὁ τῆς Λαύρας Κιέβου (Ῥῶσος, + 13ος-14ος αἰ.)