Ἐπετειολόγιο
2-1-1920
Ἡ Βόρεια Ἤπειρος παραχωρεῖται στήν Ἑλλάδα.
Ἁγιολόγιο
- Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώμης
- Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱερομάρτυρας
- Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος
- Ἡ Ἁγία Θεοδότη μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων
- Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός
- Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
- Ὁ Ἅγιος Σέργιος
- Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
- Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
- Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ
- Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
- Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος Ῥῶσος τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου
Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώμης
Μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχουμε κοινοὺς ἀρκετοὺς ἁγίους, μέχρι τὸ χωρισμό της ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Σίλβεστρος. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γιὸς τοῦ Ῥουφίνου, γεννημένος στὴ Ῥώμη. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἰσχωρεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία δὲ τριάντα χρόνων χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Μαρκελῖνο· γίνεται Πάπας τὸ 314 καὶ διαδέχεται τὸν Ἅγιο Μελχιάδη ἢ Μιλτιάδη. Ἐνδιαφέρθηκε καὶ πολέμησε πολὺ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τοῦ μύρου τοῦ ἁγίου χρίσματος. Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν καλύτερων ἔργων τοῦ πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει τὸ ἔργο τῆς μέριμνας γιὰ τὴν βιοτικὴ συντήρηση τῶν φτωχότερων κληρικῶν καὶ τῶν μοναχῶν γυναικῶν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῆς πνευματικῆς διακονίας καὶ προσευχῆς νὰ μὴν ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸ κυρίως ἔργο τους. Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὴν 31η Δεκεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ.
Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεαγένης ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάριο· τὴν ὀνομασία της πῆρε ἐπειδὴ εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τοὺς Πάριους, κατοίκους τῆς νήσου Πάρου. Ἡ πόλη αὐτὴ βρισκόταν μεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου. Αὐτὸς λοιπὸν ὁδηγήθηκε στὸν Τριβοῦνο Ζηλικίνθιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁπότε τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα τὸν ἔῤῥιξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἔτσι τελείωσε τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη μητέρα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων
Ἦταν μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ (βλ. 1 Νοεμβρίου). Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἦταν ἀσκητὴς καὶ ἔζησε ζωὴ ὅσια. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (360-363 μ.Χ.). Κατηγορήθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ παρασύρει στὴ χριστιανικὴ πίστη εἰδωλολάτρες. Βασανίστηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς Ἄγκυρας Σατουρνίνο, καὶ τὰ βασανιστήρια ἐπαναλήφθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν δέσμιο στὴν Καισαρεία, ὅπου τὸν καταδίκασαν σὲ θηριομαχία. Σὲ κάποια ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική) γιορτὴ λοιπόν, ἔστησαν ἀπέναντί του ἕνα κλουβί, ἀπ᾿ ὅπου ἐξόρμησε μία πεινασμένη λέαινα. Ὁ μάρτυρας δὲν θηριομάχησε. Σὲ στάση θερμῆς προσευχῆς κατασπαράχθηκε ἀπὸ τὸ θηρίο. Οἱ συγγενεῖς του παρέλαβαν τὰ λίγα ἐναπομείναντα λείψανά του καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμές. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του, κτίσθηκε ἐκκλησία στὸ ἅγιο ὄνομά του.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια· ἐπωνομάσθηκε Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ μόνασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑστεροῦσε σὲ γραμματικὴ μόρφωση. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄδολη εὐσέβεια καὶ βαθειὰ καὶ εἰλικρινὴς ἀρετή, καὶ τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν ἠθῶν του. Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου 1075 πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ Δούκας ἔφερε στὸ θρόνο τὸν Κοσμᾶ, ἂν καὶ ἦταν ἤδη πολὺ γέρος. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Πατρῶν προήχθη σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς ἐπισκοπὲς στὴ δικαιοδοσία της. Ἐπίσης ὁ ἴδιος - ὁ Κοσμᾶς - χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ 1080 Μητροπολίτη Ῥωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἄνδρα κάτοχο μεγάλης μόρφωσης καὶ πολλῶν ἀρετῶν. Οἱ δυσκολίες ὅμως τῆς διοίκησης τῆς πατριαρχείας, ἔκαναν τὸν ἁπλοϊκο χαρακτῆρα τοῦ Κοσμᾶ, νὰ ἐπιθυμήση τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τῆς πρώην μοναχικῆς του ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1081, ἀφοῦ λειτούργησε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸν ὑπηρέτη του καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Μάταια τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ πέθανε στὴ Μονὴ ἐκείνη.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ
Στὴν καταγωγὴ ἦταν Ἴβηρ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν ἀγόρασε κάποιος Τοῦρκος σὰ σκλάβο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκανε περιτομή, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Σαλής. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀφέντη του παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη, ἄγαμος, καὶ ζοῦσε εἰρηνικὰ σὲ κάποιο ἐργαστήρι, πουλώντας καὶ ἀγοράζοντας διάφορα εἴδη. Κάποια μέρα, καὶ σὲ ἡλικία πάνω ἀπὸ 70 χρονῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάστηκε αὐθόρμητα μπροστὰ στὸν κριτὴ καὶ πέταξε μπροστὰ τοῦ τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του, καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, τὴ διαπόμπευση μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὰ χτυπήματα μὲ ξύλα καὶ μαχαίρια, ὁ Γεώργιος παρέμεινε ἀμετάθετος, ὁμολογώντας τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Τέλος, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς δήμιούς του στὴν τοποθεσία Παρμὰ-κάπου, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος δι᾿ ἀγχόνης. Ἦταν 2 Ἰανουαρίου 1770. Ὁ δὲ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ Ζώρζη τὸ ἔτος 1777.
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, ὁ στάρετς τοῦ Σάρωφ, γεννήθηκε στὴν πόλη Κοὺρκ τῆς Ῥωσίας ἀπὸ θεοσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν Ἰσίδωρο, ποὺ ἦταν ἔμπορος καὶ τὴν Ἀγάθη Μοσνίν, στὶς 19 Ἰουλίου 1759. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Πρόχορος. Σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἔχασε τὸν πατέρα του, καὶ ἡ εὐλαβικὴ μητέρα του, τοῦ μετέδωσε τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη στὴ λειτουργικὴ ζωή. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν μελετοῦσε τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ ἔδειχνε ἐξαίσια προσωπικότητα. Ὑπέφερε ἀπὸ ἐπικίνδυνη ἀῤῥώστια, ποὺ θαυματουργικὰ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Δέκα ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέληξε σὲ μία Μονὴ στὴν ἔρημο τοῦ Σάρωφ. Στὸ 27ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, στὶς 18-8-1786, ἀξιώθηκε νὰ καρεῖ μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Μετὰ ἑνάμιση χρόνο ἔγινε ἱεροδιάκονος καὶ τὸ 1793, 35 χρονῶν, χειροτονήθηκε ἱερομόναχος. Λίγο ἀργότερα ἐγκατέλειψε τὸ κοινόβιο καὶ ἄρχισε αὐστηρὴ πνευματικὴ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ ἀσκητήριο βαθιὰ στὴν ἔρημο τοῦ Σάρωφ. Γιὰ τοὺς ὑψηλούς του ἀγῶνες καὶ τὴν θεάρεστη ζωή του, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας καὶ τῆς θαυματουργίας. Ἡ ὑπερόσια ζωή του ἄφησε ἐποχή, ἰδιαίτερα στὴ Ῥωσία. Δίδαξε καὶ ἔφερε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας πολλούς. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό του, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε στὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἄνθρωπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ χωρὶς ὅρια ταπεινοφροσύνη του. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Δευτέρα 2 Ἰανουαρίου 1833, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Καὶ μετὰ τὴν μακάρια κοίμησή του ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἐπιτελοῦσε θαύματα καὶ θεράπευε ὅλους, ὅσοι μὲ πίστη ἀπευθύνονταν σ᾿ αὐτόν. Στὶς 19 Ἰουλίου 1903, ἔγινε πανηγυρικὴ ἀνακήρυξή του σὲ Ἅγιο, παρουσία τοῦ τότε Τσάρου, τῆς Τσαρίνας, πολλῶν μελῶν τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ χιλιάδων λαοῦ. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγιναν πολυάριθμες θεραπεῖες.
τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου (†12ος αἰ.).