1 Φεβρουαρίου

Ἐπετειολόγιο

1-2-1806

Οἱ Τοῦρκοι κατασφάζουν τούς Κολοκοτρωναίους Γεώργα, Γιῶργο καί Γιάννη.

1-2-1869

Ἡ ἐπανάσταση τῆς Κρήτης, πού ξέσπασε πρίν ἀπό τρία χρόνια, λήγει ὁριστικά.

Ἁγιολόγιο


Ὁ Ἅγιος Τρύφων καὶ προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Λάμψακο τῆς Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Γορδιανοῦ (238-244), Φιλίππου καὶ Δεκίου. Φτωχότατος στὴν παιδική του ἡλικία, ἀναγκάσθηκε γιὰ κάποιο καιρὸ νὰ βόσκει χῆνες, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει. Ἐνῷ ἐξασκοῦσε τὴν ταπεινή του δουλειά, συγχρόνως μελετοῦσε καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ διάβαζε ὁ Τρύφων, μεταξὺ ἄλλων λέει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Ποὺ σημαίνει, ὁ Θεὸς τίθεται ἀντιμέτωπος στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινούς ὅμως δίνει χάρη. Πράγματι, ὁ ταπεινὸς Τρύφων μὲ τὴν εὐσεβῆ φιλομάθειά του ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἱκανὸς ὄχι μόνο νὰ ξέρει πολλὰ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκει. Τόσο δὲ εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴν θεία χάρη, ὥστε καὶ ἀσθένειες θεράπευε θαυματουργικά. Μάλιστα, ὁ βασιλιὰς Γορδιανός, ὅταν ἔμαθε αὐτὰ γιὰ τὸν Τρύφωνα, ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν νὰ θεραπεύσει τὴν ἄῤῥωστη κόρη του. Πράγματι, τὴν θεράπευσε καί, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Γορδιανός, ἔφυγε εὐγενικά. Στὴν ἐποχή, ὅμως, τοῦ Δεκίου (249-251), ὁ Τρύφων συλλαμβάνεται. Ὁμολογεῖ θαῤῥαλέα τὸ Χριστό, καὶ χωρὶς νὰ φοβηθεῖ, ἐκφράζεται φλογερὰ κατὰ τῆς εἰδωλολατρείας. Τότε ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς Ἀκυλῖνος, στὴ Νίκαια, διατάζει καὶ τὸν δέρνουν σκληρά. Κατόπιν τὸν δένουν σ᾿ ἄλογο καὶ σὲ καιρὸ χειμῶνα, τὸν σύρουν κατὰ γῆς σὲ δύσβατα καὶ τραχέα μέρη. Ἔπειτα τὸν σύρουν γυμνὸ ἐπάνω σὲ σιδερένια καρφιά, καῖνε τὶς πλευρές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τέλος τὸν καταδικάζουν σὲ ἀποκεφαλισμό. Ἀλλὰ πρὶν ἀποκεφαλιστεῖ, παραδίδει στὸν Θεὸ τὴν μακάρια ψυχή του.


Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Γαλατία, ἦταν ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἀσκητές, ποὺ γνώριζαν νὰ ἐπιδροῦν εὐεργετικὰ καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Τελευταία καὶ ὁριστικὴ διαμονή του, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν Παλαιστίνη, ὑπῆρξε ἡ Ἀντιόχεια. Ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶχε τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ ἀσθένειες, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν δύναμη νὰ μετακινεῖ τὶς καρδιὲς πρὸς τὶς πνευματικὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ἀπαλλάσσει τὴν φαντασία ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς ἐπίδειξης καὶ τῆς πολυτέλειας. Ὁ Κύρου Θεοδώρητος διηγεῖται, ὅτι οἱ συμβουλὲς τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἔπεισαν τὴν μητέρα του σὲ νεαρὴ ἀκόμα ἡλικία νὰ προτιμήσει τὴν σεμνὴ καὶ ἁπλὴ ἐνδυμασία, ἀφοῦ παράτησε τὶς προηγούμενες κοσμικὲς συνήθειές της. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος ἔκοβε τὴν φιλαρέσκεια, ἀπὸ τὴν ὁποία τόσες πτώσεις προέρχονται καὶ σκανδαλισμοί, καὶ ἔτσι ἔκανε μεγάλο καλὸ σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ σὲ πολλὲς οἰκογένειες.


Ὁ Ὅσιος Βενδιμιανός (ἢ Βενδεδιανός)

Γεννήθηκε στὰ μέσα τοῦ Ε´ αἰῶνα, ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, στὴ Μεγάλη Μυσία (ἀρχαία χώρα τῆς Βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας). Μόναζε στὸ ὄρος τὸ ὀνομαζόμενο τῆς Ὄξειας καὶ μαθήτευε κοντὰ στὸν ὅσιο Αὐξέντιο (τοῦ ἐν τῷ Βουνῷ). Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του αὐτοῦ, ὁ Βενδιμιανὸς μπῆκε στὴ σχισμὴ μίας μεγάλης πέτρας, ὅπου ἔκτισε μικρὸ κελὶ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ 42 ὁλόκληρα χρόνια μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιτύχει μεγάλες νῖκες κατὰ τῶν δαιμόνων. Ὅταν κατάλαβε νὰ πλησιάζει τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διηγήθηκε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τὰ τῆς ζωῆς του, καὶ ἀφοῦ γονάτισε παρέδωσε τὴν Ὁσία ψυχή του.


Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής

Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁρμώμενος ἐκ τῆς τῶν Ἀθηνῶν πόλεως.


Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ Ὁμολογητής

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Θείων καὶ Δύο Παιδιά

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Καρίων

Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα.


Ἡ Ἁγία Περπετούα καὶ οἱ σὺν αὐτῇ Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος, Σεκούνδος καὶ Φηλικιτάτη

Ἦταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα (Θουβριτανῶν τῆς Ἀφρικῆς), ἔγγαμη καὶ μητέρα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ. Διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐργασία της ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἂν καὶ ἦταν μόλις 22 χρονῶν. Καταγγέλθηκε τὸ 203 στὸν χιλίαρχο τῆς πατρίδας της, καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ πέντε κατηχούμενους, δυὸ ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες, ποὺ ἡ Περπέτουα εἶχε ἀνοίξει τὰ μάτια τους στὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ τοὺς μὲν ἄνδρες καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς γυναῖκες, σκότωσε μὲ μαχαίρια ὁ εἰδωλολατρικὸς ὄχλος. Τὴ δὲ ἁγία Περπετούα, μὲ τὴν Φιλιτσιτάτη, ἀφοῦ τὶς ἔβαλαν ἀπέναντι μίας ἀγρίας δαμάλεως, διεσχίσθησαν ἀπὸ αὐτή.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ὅτι μαζὶ μὲ τὴν Περπετούα μαρτύρησαν τέσσερις ἄνδρες καὶ μία γυναῖκα, ποὺ τὰ ὀνόματα τοὺς ἦταν: Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος, Σεκοῦνδος καὶ Φηλικιτάτη.


Ἐγκαίνια (Ναοῦ) Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρμουλάδῃ (ἢ Ἀρμολάδη)

Ἡ μνήμη κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590.


Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἐκ Ναυπλίου

Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τοῦ Ναυπλίου καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ζωγράφου. Ἀῤῥαβωνιάστηκε τὴν κόρη ἑνὸς χριστιανοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν εἶχε καλὴ ζωή, ὁ Ἀναστάσιος διέλυσε τὸν ἀῤῥαβῶνα. Οἱ συγγενεῖς ὅμως τῆς κοπέλας ἔκαναν διάφορα σατανικὰ μάγια στὸν Ἀναστάσιο, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀναστάσιος νὰ χάσει τὰ λογικά του. Ἐκμεταλλευόμενοι αὐτήν του τὴν κατάσταση, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐξισλάμισαν. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἦλθε στὰ λογικά του, μὲ θάῤῥος ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ μὲ γενναιότητα ὁμολόγησε τὴν χριστιανική του πίστη. Οἱ Τοῦρκοι, μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν, ἀλλὰ ὁ Ἀναστάσιος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία του. Τότε, στὶς 1 Φεβρουαρίου 1655, ὑπέμεινε μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μὲ διαμελισμό. Δηλαδὴ τὸν κατέσφαξαν μὲ μαχαίρια. Τὸ Ναύπλιο τὸν ἔκανε πολιοῦχο του καὶ ὡραῖος ναὸς στολίζει τὴν πόλη αὐτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ.


Ἡ Ἁγία Bridgit (Βρεταννίδα)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀδελφοί: Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συμεὼν ὁ Νέος Στυλίτης καὶ Δαβὶδ ὁ Μοναχός

Στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ζοῦσε στὴ Μυτιλήνη ὁ Ἀδριανὸς καὶ ἡ Κωνσταντώ, ποὺ ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ πέντε ἔγιναν μοναχοί. Τρία ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Δαβίδ, ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Γεώργιος. Πρωτότοκος ἦταν ὁ Δαβίδ, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 717 ἢ 718. Ἔμαθε λίγα γράμματα καὶ σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του, σὲ ὥρα μεγάλης καταιγίδας, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν ἅγιο Ἀντώνιο νὰ τὸν καλεῖ στὸ μοναχικὸ βίο καὶ συγκεκριμένα νὰ τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Μ. Ἀσία στὸ ὄρος Ἴδη, ποὺ εἶναι ἀντίκρυ στὴ Λέσβο καὶ λίγο βορειότερα, γιὰ νὰ μονάσει ἐκεῖ.
Ὁ Δαβὶδ μὲ μεγάλη προθυμία καὶ χαρὰ δέχτηκε τὴν συμβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἦλθε στὴ Μ. Ἀσία, ὅπου ἔζησε στὸ ὄρος Ἴδη μέσα σὲ μία σπηλιὰ μὲ μεγάλη ἄσκηση, τρώγοντας ἄγρια χόρτα. Ἐκεῖ ἔζησε τριάντα χρόνια. Πάλι μὲ ὅραμα πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ ἔλθει στὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονος καὶ ἀργότερα πρεσβύτερος. Ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ ὄρος Ἴδη, ὅπου μὲ ὑπόδειξη ἑνὸς ἀγγέλου, ποὺ εἶδε σὲ ὅραμα, χτίζει ναὸ τῶν ἁγίων Κηρύκου καὶ Ἰουλίττης καὶ μοναστήρι στὸ ὁποῖο πολὺ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοὶ μοναχοί. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ ἀφοῦ πέθανε ὁ πατέρας του, ἦρθε ἡ μητέρα του νὰ τὸν ἰδεῖ ἔχοντας μαζί της τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ παιδιά της, τὸν Συμεών, ποὺ ἦταν τότε ὀκτὼ χρονῶν. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ 765 ἢ 766. Ὁ Συμεὼν ἔμεινε κοντὰ στὸν ἀδελφό του, ἡ μητέρα του δέ, ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ σὲ λίγο ἀπέθανε.
Ὁ Συμεὼν ἔμαθε γράμματα παραμένοντας στὸ μοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπου σὲ ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς καὶ σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων Ἱερεύς. Δυὸ χρόνια ἀργότερα πέθανε ὁ Δαβὶδ σὲ ἡλικία ἑξήντα ἓξ ἐτῶν, ἀφοῦ προεῖδε τὸ θάνατό του καὶ συνέστησε στὸν ἀδελφό του Συμεὼν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μυτιλήνη. Ὁ Συμεὼν συμμορφώθηκε μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν στὸ νότιο λιμάνι τῆς πόλεως, στὸ «Μόλο». Ἐκεῖ, γιὰ νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄθληση τοῦ παλαιοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτη, ἀνέβηκε σὲ στῦλο καὶ ἔζησε μὲ φοβερὴ ἄσκηση, νηστεία, σκληραγωγία καὶ προσευχή. Στὴ συνέχεια, πῆρε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, μοναχὸ καὶ αὐτόν, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763. Χειροτονήθηκε καὶ αὐτὸς Ἱερεὺς καί, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους καὶ τὴν ἀδελφή τους, μοναχὴ καὶ αὐτή, Ἱλαρία καὶ ἄλλους μοναχοὺς, ἔχτισαν μοναστήρι στὸ ὁποῖο κατέφθαναν πλήθη χριστιανῶν ποὺ διψοῦσαν νὰ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν εὐλογία τῶν ἁγίων μοναχῶν.
Ὅμως τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, γενικότερα, τάραξε καὶ πάλι ἡ μανία τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων Ε´ ὁ Ἀρμένιος (813-820) κήρυξε πάλι διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Μυτιλήνης Γεώργιος ἐξορίζεται καὶ τοποθετεῖται ἐπίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εἰκονομάχος, ὁ ὁποῖος ἀμέσως στράφηκε κατὰ τοῦ Συμεὼν καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ του. Μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ εἰκονομάχου αὐτοῦ ἐπισκόπου καταδικάζεται σὲ θάνατο διὰ πυρὸς ὁ Συμεών, ἀλλὰ μὲ θαῦμα διασῴζεται καὶ παραμένει γιὰ ἕνα διάστημα ἀνενόχλητος πάνω στὸ στῦλο του, μέχρι ποὺ ἀναγκάζεται πάλι ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Μυτιλήνη καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς, στὸ μικρὸ νησάκι, τὸ γνωστό με τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰσίδωρος, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο Γέρας πρὸς τὸ μέρος τῆς Κουντουρουδιᾶς, τῶν Λουτρῶν. Ἀργότερα, ὁ εἰκονομάχος ἐπίσκοπος κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Β´ τὸν Τραυλὸ (820-829) διαταγή, μὲ τὴν ὁποία ἐξορίζεται ὁ Συμεὼν στὴ «Λαγοῦσα», νησὶ ἀκατοίκητο ἀπέναντι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Τροίας. Ἐκεῖ πῆγε ὁ Συμεὼν μὲ τὴν συνοδεία ἑπτὰ μαθητῶν του καὶ παρέμεινε καὶ ἐκεῖ πάνω σὲ στῦλο 10 μέτρων, ἐνῷ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη, φροντίζοντας τὸ μοναστήρι. Ἀργότερα ἔφυγε ὁ ἅγιος Συμεὼν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατάλαβε ὅτι θὰ προσέφερε ἀπαραίτητες στὴν Ἐκκλησία ὑπηρεσίες καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Νικήτου τοῦ Μηδικίου. Μὲ κέντρο τὸ μοναστήρι αὐτὸ περιώδευε ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντο μέχρι τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ μέχρι τὴν Μαύρη Θάλασσα, στηρίζοντας μὲ τὸ λόγο του τοὺς χριστιανοὺς καὶ παρηγορῶντας τοὺς διωκόμενους πατέρες, ποὺ βρισκότανε ἐξόριστοι σὲ διάφορα μέρη ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Στὶς περιοδεῖες του αὐτὲς ἐργαζόταν σὰν ψαράς, ὅπου στάθμευε, γιὰ νὰ ἐξοικονομεῖ ὅ,τι χρειαζότανε ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθᾷ ὅσους εἴχανε ἀνάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δὲν δίδασκε μόνο, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θεράπευε ἀῤῥώστους καὶ ἵδρυσε καὶ γυναικεῖο μοναστήρι, στὸ ὁποῖο μαζεύτηκαν πολλὲς μοναχές.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, ὁ εἰκονομάχος διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι ἄγριο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας διωγμό, κατὰ τὸν ὁποῖο συνέλαβε τὸν Συμεὼν καὶ τὴν συνοδεία του μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κλείσει σὲ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει. Σώθηκε καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς Αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε τὴν τιμωρία ἑκατὸν πενήντα ῥαβδισμῶν ποὺ διέταξε ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξορία στὴν Ἀφουσία νῆσο τῆς Προποντίδος, ὅπου πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλους διακεκριμένους κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἦταν ὁ Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος, οἱ λεγόμενοι Γραπτοί, καὶ ἄλλοι πατέρες. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὁ Συμεὼν ἔχτισε ναὸ τῆς Παναγίας καὶ μοναστήρι μαζεύοντας σ᾿ αὐτὸ ὅλους τοὺς καταδιωγμένους ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους πατέρες.

Ὁ Γεώργιος ποὺ παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη εἶχε καὶ αὐτὸς ἀρκετὲς ταλαιπωρίες. Ὁ εἰκονομάχος ἐπίσκοπος Λέων τὸν καταπίεζε μὲ διάφορους τρόπους καὶ τελικὰ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ἀφοῦ κατέλαβε παρανόμως καὶ πούλησε τὸ μοναστήρι καὶ ὅ,τι ἀνῆκε σ᾿ αὐτό. Ὁ Γεώργιος ἀναγκάζεται νὰ φύγει μὲ τοὺς μοναχούς του μοναστηριοῦ σὲ ἕνα «εὐτελὲς καὶ βραχύτατον χωρίον» ποὺ τὸ ἔλεγαν «Μυρσίνα». Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐρχότανε καὶ τοὺς εὕρισκαν χριστιανοί, κι ἐκεῖ δίδασκε ὁ Γεώργιος καὶ ἔκαμε πολλὰ θαύματα.

Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτωρ Θεόφιλος (842) ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς ἐξόριστους πατέρες, ὅπως καὶ τοὺς Συμεὼν καὶ Γεώργιο. Οἱ δυὸ αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τὸν ὁμολογητή, ἔγιναν οἱ πιὸ ἔμπιστοι σύμβουλοι τῆς Θεοδώρας. Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 843, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Συμεὼν ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μεθόδιος, ὁ Συμεὼν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου.

Ὁ Γεώργιος προτείνεται ἀπὸ τὴν Βασίλισσα νὰ γίνει ἐπίσκοπος Ἐφέσου, θέση ὅμως ποὺ δὲν δέχτηκε ὁ Γεώργιος, μὲ πρόφαση τὴν ἡλικία του. Ἦταν τότε ὀγδόντα χρόνων. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις, δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε καί, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὴν Βασίλισσα καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρωνα καὶ Βάρδα πολλὰ δῶρα γιὰ τοὺς φτωχούς του νησιοῦ, ἔρχεται μὲ βασιλικὸ καράβι -δρόμωνα- στὴ Μυτιλήνη συνοδευόμενος ἀπὸ στρατηγοὺς καὶ αὐλικούς της Θεοδώρας.
Ἡ Μυτιλήνη τὸν ὑποδέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ χαρὰ μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στὰ χέρια τοὺς τὸ μοναστήρι τους οἱ ἅγιοι καὶ γιόρτασαν σ᾿ αὐτό, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια διωγμῶν, τὴν γιορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843) καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γεωργίου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς ναός, τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα (844) πέθανε ὁ Συμεὼν καὶ τὸν ἔθαψαν στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας. Τὸν χειμῶνα, τὸν ἴδιο χρόνο, ὁ Γεώργιος ταξίδευσε στὴ Γοτθογραικία γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ ἄῤῥωστο φίλο του, τὸν ὅποιον μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ θεράπευσε, προφητεύοντας ὅτι θὰ ἀποθάνει ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ συνέχισε μὲ ἐλεημοσύνες, διδασκαλίες, θαύματα τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ ποιμένος.
Ἀποφασίζει, καὶ μάλιστα χειμῶνα καιρό, ἕνα ταξίδι γιὰ τὴν Σμύρνη, ὅπου ἤθελε νὰ ἰδεῖ πνευματικά του παιδιὰ καὶ μοναστήρια, ποὺ ἐκεῖνος ἵδρυσε σὲ οἰκόπεδα ποὺ τοῦ εἶχαν χαρίσει μαθητές του. Στὴ Σμύρνη ὅμως παρέμεινε λίγες ἡμέρες, γιατὶ ἐμφανίζεται Ἄγγελος Θεοῦ μπροστά του καὶ προλέγει τὸ θάνατό του. Ἐπιστρέφει σύντομα στὴ Μυτιλήνη, ὅπου περνᾷ ὅλη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μ. Πέμπτης. Καταλαβαίνει ὅτι ἦρθε τὸ τέλος του. Δίνει μὲ συγκίνηση τὶς τελευταῖες συμβουλὲς καὶ εὐχὲς στὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ παραδίνει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου τοῦ ἔτους 845 ἢ 846. Τὸν ἐνταφίασαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὸν τάφο τοῦ ἀδελφοῦ του Συμεών.