12 Δεκεμβρίου

Ἐπετειολόγιον

12-12-627 

Ὁ Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειος συντρίβει στή Νινευΐ τῆς Μεσσοποταμίας τόν Περσικό Στρατό ὑπό τόν Χοσρόη.

12-12-1803

Τό Ὁλοκαύτωμα στό Κούγκι.

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ὁ Θαυματουργός, ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Κύπρου

Γεννήθηκε ἀπὸ οἰκογένεια βοσκῶν, ποὺ ἦταν κάπως εὔπορη, τὸ 270. Ἂν καὶ μορφώθηκε ἀρκετὰ στὴν πατρίδα του Κύπρο, ὅμως δὲν ἄλλαξε ἐπάγγελμα. Συνέχισε καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι βοσκός. Ἦταν χαρακτήρας ἁπλός, ἀγαθός, γεμάτος ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον του. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτές, συχνὰ ἔπαιρνε τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στοὺς ἱεροὺς ναούς, καὶ κατόπιν τοὺς ἐξηγοῦσε τὴν εὐαγγελικὴ ἢ τὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε νὰ γίνεται συχνὰ προστάτης χηρῶν καὶ ὀρφανῶν. Νυμφεύθηκε εὐσεβῆ σύζυγο καὶ ἀπέκτησε μία κόρη, τὴν Εἰρήνη. Γρήγορα ὅμως, ἡ σύζυγός του πέθανε. Γιὰ νὰ ἐπουλώσει τὸ τραῦμα του ὁ Σπυρίδων ἀφοσιώθηκε ἀκόμα περισσότερο στὴ διδαχὴ τοῦ θείου λόγου. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις χειροτονήθηκε ἱερέας. Καὶ πράγματι, ὑπῆρξε ἀληθινὸς ἱερέας τοῦ Εὐαγγελίου, ἔτσι ὅπως τὸν θέλει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἀνεπίληπτον, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητας». Δηλαδὴ ἀκατηγόρητο, προσεκτικό, ἐγκρατῆ, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικὸ καὶ νὰ ἔχει παιδιὰ ποὺ νὰ ὑποτάσσονται μὲ κάθε σεμνότητα.Ἔτσι καὶ ὁ Σπυρίδων, τόσο σωστὸς ὑπῆρξε σὰν ἱερέας, ὥστε ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Τριμυθοῦντος στὴν Κύπρο, διὰ βοῆς λαὸς καὶ κλῆρος, τὸν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Σπυρίδων προχώρησε τόσο πολὺ στὴν ἀρετή, ὥστε τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ κάνει πολλὰ θαύματα. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Ἅγιος Σπυρίδων μὲ τὸ κῦρος τῆς ἁγίας καὶ ἠθικῆς ζωῆς του στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (Μικρὰ Ἀσία) καὶ στὴν ὁποία συμμετεῖχε, κατατρόπωσε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ ἀναδείχτηκε ἀπὸ τοὺς λαμπροὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, ἀφοῦ μίλησε γιὰ λίγο, κατόπιν ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι, ποὺ κρατοῦσε ἕνα κεραμίδι, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶπε:«εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» καὶ ἔκανε νὰ φανεῖ πρὸς τὰ ἐπάνω ἀπ᾿ τὸ κεραμίδι φωτιά, διὰ τῆς ὁποίας εἶχε ψηθεῖ αὐτό.Ὅταν δὲ εἶπε: «καὶ τοῦ Υἱοῦ», ἔῤῥευσε κάτω νερό, διὰ τοῦ ὁποίου ζυμώθηκε τὸ χῶμα τοῦ κεραμιδιοῦ. Καὶ ὅταν πρόσθεσε «καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔδειξε μέσα στὴν παλάμη του μόνο τὸ χῶμα ποὺ ἀπέμεινε. Στὶς 12 Δεκεμβρίου τὸ 350 μ.Χ. ἀπεβίωσε. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπ᾿ ὅπου, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, κάποιος ἱερέας τοῦ ναοῦ αὐτοῦ, ὀνόματι Γεώργιος Καλοχαιρέτος, μαζὶ μὲ ἄλλα ἱερὰ λείψανα, μετέφερε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Πάργα τῆς Ἠπείρου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κέρκυρα κατὰ τὸ 1456 καὶ στὴν ὁποία βρίσκεται μέχρι σήμερα καὶ γιορτάζεται μεγαλοπρεπῶς στὸν ὁμώνυμο Ἱερὸ Ναό.


Ὁ Ἅγιος Συνετός

Μαρτύρησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ῥώμη, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Αὐρηλιανός. Ὁ Συνετὸς τοποθετήθηκε ὡς ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥώμης ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πάπα Σῖξτο. Συνελήφθη καὶ διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀρνήθηκε ὅμως καὶ βασανίστηκε σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ ἔπειτα φυλακίστηκε. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, παρέμεινε στὴ χριστιανική του ὁμολογία καὶ ἔβαλαν στὸ σῶμα του πυρακτωμένα σίδερα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν κατάφεραν τίποτα, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.


Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων

Ἕνωνε μὲ τὴν εὐσέβεια, ἰσχυρὴ θέληση γιὰ ἀνώτερη μάθηση. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα μέχρι τὰ μέσα τοῦ 3ου καὶ διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ διακρίθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀργότερα ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Φλανιάδος στὴν Καππαδοκία. Ἡ ἐκεῖ δράση του, τὸν λάμπρυνε ἀκόμα περισσότερο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Νάρκισσος ἦταν ὑπέργηρος (116 ἐτῶν), προσέλαβε βοηθὸ ἐπίσκοπο τὸν Ἀλέξανδρο καὶ συγχρόνως διάδοχό του. Ὅταν λοιπὸν ὁ Νάρκισσος πέθανε μαρτυρικά, ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέλαβε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἱεροσολύμων. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἀλέξανδρος ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν πίστη, φώτισε καὶ οἰκοδόμησε τὸ λαό, μερίμνησε συγχρόνως γιὰ τὴν ἵδρυση βιβλιοθήκης στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία μάζεψε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ συγγράμματα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὶς μελέτες τῶν νεοτέρων κληρικῶν. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Δεκίου, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης στὴν Καισαρεία. Αὐτὸς ἀξίωσε ἀπὸ τὸν πιστὸ ἐπίσκοπο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δὲν δέχτηκε, ἀλλὰ καὶ παρατήρησε μὲ θάῤῥος καὶ δύναμη τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Παραδόθηκε τότε τροφὴ στὰ θηρία, ἀφοῦ προηγούμενα ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια. Τὰ λιοντάρια τὸν πλησίασαν χωρὶς νὰ τὸν βλάψουν καθόλου, πέθανε ὅμως ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν βασανιστηρίων.


Ὁ Ὅσιος Ἀμωναθάς

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Ἄνθος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Αἰθέριος

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1611. Μαρτύρησε ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἔβαλαν στ᾿ αὐτιά του πυρακτωμένα σίδερα, ὥστε οἱ κόρες τῶν ματιῶν του νὰ πεταχτοῦν ἔξω. Κατόπιν τὸν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα τροχὸ καὶ ἔβαλαν χαλινάρι στὸ στόμα του. Στὴ συνέχεια ἀφοῦ τὸν ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.


Ἡ Ἁγία Εὐφημιανή

Ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 120 συνοδευμένη μὲ αὐτὴ τῆς ἁγίας Φοίβης, ἐπίσης ἄγνωστης Ἁγίας.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (ἢ Ἰωακείμ) ἐπίσκοπος Ζιχνῶν

Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀνδρόνικου Β´ Παλαιολόγου (1282-1328) καὶ Ἀνδρόνικου Γ´ (1328-1341). Δυὸ χρόνων ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς καὶ τὸν πῆρε ὁ θεῖος του, μοναχός, ὀνόματι Ἰωαννίκιος καὶ τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἔγινε ἱερέας καί, λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, ἐκλέχτηκε ἐπίσκοπος Ζιχνῶν. Ὅταν πέθανε ὁ θεῖος του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἔμεινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου. Ἐπεξέτεινε τὴν Μονὴ αὐτή, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μενοίκιο ὄρος τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, βορειανατολικᾶ τῶν Σεῤῥῶν καὶ ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Βαπτιστῆ Ἰωάννη. Ἐκεῖ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε καὶ πρόσφερε πολλὰ στὴν περιοχή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 12η Δεκεμβρίου 1333.


Ὁ Ἅγιος Finian of Clonard (Ἰρλανδός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.