Ἐπετειολόγιον
11-12-1942
Οἱ Ὑπουργοί Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ καί τῆς Μ. Βρετανίας ἀναγνωρίζουν τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἀλβανίας (συμπεριλαμβανόταν καί ἡ Βόρεια Ἤπειρος).
Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης
- Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης
- Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης
- Ὁ Ἅγιος Μείραξ
- Ὁ Ἅγιος Βαρσάβας
- Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία
- Οἱ Ἅγιοι Πέτρος ὁ ἀσκητὴς καὶ Ἀκεψιμᾶς
- Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς, αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου
- Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα
- Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος)
- Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Προπατόρων
- Ὁ Ὅσιος Δαμασκηνός
Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομαζόταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν στεῖρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς. Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ᾿ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸ Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πρᾶγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε σὲ ὅραμα τὸ Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στῦλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ᾿ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸ στῦλο ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν. Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης
Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστοφόρος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπηρέτησε σὰ στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ῥοπὴ στὴ διαφθορά. Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸ φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο. Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πάνω στὸν στῦλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἦταν ἐπίσκοπος ὁ δὲ Ἀκεψέης διάκονος. Ἡ θερμὴ καὶ ζωντανὴ πίστη τους, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ἑλκύουν ψυχὲς στὸν Σωτῆρα Χριστό. Καταγγέλθηκαν στὸν Πέρση βασιλιὰ καὶ ἀφοῦ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκαν. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἀειθαλᾶς ἦταν πρῶτα ἱερεὺς εἰδώλων καὶ κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο κάποιας πόλεως, ποὺ ἦλθε καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ αἱμοῤῥαγία).
Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων. Ὁ ἀρνησίθρησκος γιὸς μπούχτισε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του. Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση. Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμα του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μία βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.
Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος ὁ ἀσκητὴς καὶ Ἀκεψιμᾶς
Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904) σελ. 398-420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911.
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα
Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα.Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας. Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β´, ὁ Παλαιολόγος (1283-1328) ἀνέθεσε σ᾿ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ. Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε. Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναῖκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕνα ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο.Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο.Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος)
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅρισαν τὴν Κυριακὴ πρὶν τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὴν μνήμη τῶν Προπατόρων Του, (δηλαδὴ τῶν κατὰ σάρκα προγόνων Του), ὅπως εἶναι ὁ Ἀβραὰμ καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους προῆλθε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. (Βλέπε καὶ 18 Δεκεμβρίου).