Ἐπετειολόγιον
27-4-1832
Ἡ Ἀκαρνανία προσαρτᾶται στό Ἑλληνικό Κράτος.
27-4-1941
Κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπό τούς Γερμανούς.
Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἀδελφόθεος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων
- Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητὴς ἡγούμενος Μονῆς Καθαρῶν
- Ὁ Ἅγιος Ποπλίων
- Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Ξενοδόχος
- Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Νέος
- Οἱ Ἅγιοι Συμεὼν ὁ νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του
- Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας ἐγκαίνια»
- Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ῥῶσος ἡγούμενος τοῦ Σπηλαίου
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἀδελφόθεος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις γιοὺς τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ καὶ ἀδελφὸς τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ποὺ ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Ἰακώβου, ἐπίσκοπος ἀνέλαβε ὁ Συμεών. Σ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας, ὑπῆρξε ἀντάξιος τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ ἀνεξάντλητη ἀγωνιστικότητά του, ἡ τέλεια αὐταπάρνησή του, καθὼς καὶ τὸ ἀπαράμιλλο θάῤῥος του, κατέστησαν τὸν Συμεὼν φωτεινὸ πνευματικὸ ἀστέρι, διὰ τοῦ ὁποίου στηρίχθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν πολλὲς ψυχὲς στὴ σωτηρία. Τὸ ἐντυπωσιακότερο, ὅμως, χαρακτηριστικό του Συμεὼν ἦταν τὸ ἀκατάβλητο φρόνημά του. Ἂν καὶ 120 χρονῶν γέροντας, δὲν κάμφθηκε μπροστὰ στὸ μαρτύριο. Ἀπὸ τέτοιο φρόνημα ἐμπνεόμενος ὑπέστη μὲ νεανικὴ φλόγα τὸ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ ἡ νεανικὴ ψυχὴ τοῦ γέροντα Συμεὼν ἀποδήμησε κοντὰ στὸ στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, μὲ τὸ παράδειγμά του ἄφησε διδαχὴ στὸ ποίμνιό του τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». Δηλαδή, πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν Θεό, διευθύνετε καὶ προσηλώνετε τὶς σκέψεις σας, ὄχι στὰ γήινα καὶ φθαρτά. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἐπαναλαμβάνουν τὴν μνήμη του καὶ 18 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητὴς ἡγούμενος Μονῆς Καθαρῶν
Γεννήθηκε στὴν Εἰρηνούπολη τῆς Δεκαπόλεως (Κοίλης Συρίας) ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Γρηγορία (περὶ τὸ 778). Σὲ ἡλικία ἐννιὰ ἐτῶν πῆγε σὲ Κοινόβιο (ἄγνωστο πού) καὶ ἀνατέθηκε στὴν πνευματικὴ φροντίδα ἑνὸς σπουδαίου ἄνδρα, τὸν ὁποῖο καὶ ἀκολούθησε στὴ Νίκαια καὶ ἔπειτα στὴν Κωνσταντινούπολη (787) κατὰ τὴν συγκρότηση τῶν ἐκεῖ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅταν ὁ διδάσκαλός του ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Δαλματῶν, τότε καὶ αὐτὸς διορίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Καθαρῶν στὴ Βιθυνία ποὺ τὴν διακυβέρνησε ἐπὶ 10 χρόνια (804-813). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔλεγξε δυναμικὰ τὸν εἰκονομάχο Λέοντα τὸν Ε´, τὸν περιόρισαν σ᾿ ἕνα Μετόχι τῆς μονῆς του στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν τὸν ἐξόρισαν σ᾿ ἕνα φρούριο τὸ λεγόμενον Πενταδάκυλον ἐν τῇ «χώρᾳ τῆς Καμπῆς», ὅπου ἔμεινε ἁλυσοδεμένος 18 μῆνες. Ἔπειτα ξαναῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ποικιλοτρόπως τὸν βασάνισε ὁ εἰκονομάχος Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ´. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπέμενε στὴν πίστη τῶν Πατέρων, τὸν ἐξόρισαν «εἰς τὸν Κριόταυρον κάστρον τῶν Βουκελλαρίων», ὅπου ἔμεινε κλεισμένος δυὸ χρόνια. Μετὰ τὴν σφαγὴ τοῦ Λέοντα, ἔμεινε προσωρινὰ στὴ Χαλκηδόνα, ἀλλὰ ἐπὶ Θεοφίλου ἐξορίστηκε καὶ πάλι στὴν Ἀφουσία. Ἐκεῖ, μετὰ δυόμισι χρόνια πέθανε.
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ μαχαῖρι. Κάποια λιγοστὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν γι᾿ αὐτόν, δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν λατόμος (πετροκόπος) καὶ ὀνομάστηκε Ξενοδόχος, διότι σ᾿ ὅλη του τὴν ζωὴ κύρια μέριμνα καὶ ἀπόλαυση εἶχε τὸ νὰ φιλοξενεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ παρέχει κάθε βοήθεια στοὺς πτωχοὺς καὶ ὁδοιπόρους. Παρὰ τὴν βαριὰ καὶ κοπιαστικὴ ἐργασία του, τὸ βράδυ, μόλις σχολοῦσε ἀπὸ τὴν δουλειά του, ἔτρεχε στὴν ἀγορά, κρατῶντας φαναράκι τὸ χειμῶνα καὶ ἀναζητοῦσε ξένους, γιὰ νὰ τοὺς δώσει στέγη καὶ κάθε ἄλλη φιλοξενία. Αὐτὸς μάλιστα κάποτε φιλοξένησε καὶ τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὅταν αὐτοὶ κατέβηκαν στὴν πόλη καὶ ἔμειναν χωρὶς ψωμὶ καὶ στέγη. Ὁ Εὐλόγιος ἔζησε πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, εὐεργετῶντας τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μαρτύρησε ἀφοῦ βίαια τὸν ἔσυραν κατὰ γῆς.
Οἱ Ἅγιοι Συμεὼν ὁ νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του
Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη τους φέρεται στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Κώδικα βιβλ. Β´ σελ. 372, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία τους, τῆς ὁποίας ὁ Κανόνας φέρει τὴν ἀκροστιχίδα: «τοὺς αὐταδέλφους εὐλογῶ θεηγόρους».
Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας ἐγκαίνια»
Ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 (Μᾶλλον περὶ ναοῦ πρόκειται).