Ἐπετειολόγιον
6-4-1453
Ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ Πορθητής ἐμφανίζεται μπροστά στά τείχη τῆς Πόλης.
6-4-1941
Ἔναρξη τοῦ Ἑλληνογερμανικοῦ Πολέμου.
Ἁγιολόγιον
- Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
- Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία
- Ἡ Ὁσία Πλατωνίς
- Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι
- Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
- Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω
- Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη
- Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Θεία Κώμη. Ἔτσι λεγόταν τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ὁ θεῖος του Ἡσύχιος, πρεσβύτερος, βοήθησε τὸν Εὐτύχιο νὰ διακριθεῖ στὰ ἱερὰ γράμματα. Στὴ συνέχεια ἔγινε μοναχός, διάκονος, ἱερέας καὶ ἀρχιμανδρίτης στὴ Μονὴ τῆς Ἀμάσειας. Σὲ μία τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Εὐτύχιος πῆρε μέρος σὰν ἀντιπρόσωπος τοῦ μητροπολίτη Ἀμάσειας. Κατὰ τὴν ἐκεῖ διαμονή του, ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Πατριάρχη Μηνᾷ, ἀπέκτησε ἐπίσης καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´. Ἔτσι, ὅταν τὸ 552 πέθανε ὁ Μῆνας, ὁ Ἰουστινιανὸς συνέστησε νὰ ἐκλεγεῖ διάδοχός του ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Πατριάρχη, ὁ Εὐτύχιος ἀναδείχθηκε ἐργάτης ἀρετῆς καὶ καλὸς ποιμένας τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἔνθερμος πρόμαχος τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, ἀνῆκε στοὺς ἔντιμους καὶ πιστοὺς Ἱεράρχες, ποὺ ὑπερασπίζουν τὶς πεποιθήσεις τους μὲ ὁποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε πρόσωπα. μ᾿ αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα στάθηκε ἀπέναντι στὸν Ἰουστινιανό, ὅταν αὐτὸς παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν ἀφθαρτοδοκητῶν. Βέβαια, καθαιρέθηκε καὶ ἐξορίστηκε γιὰ δώδεκα περίπου χρόνια. Ὅμως, ὅταν ἔλαμψε ἡ ἀλήθεια, ἐπανῆλθε πανηγυρικὰ στὸ θρόνο του, διδάσκοντας σὲ μᾶς νὰ εἴμαστε «τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καὶ ἑδραῖοι», δηλαδή, θεμελιωμένοι καλὰ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν πίστη.
Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία
ΟΙ Μάρτυρες αὐτοὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Σαδὼθ (ἢ Σαδὼκ ἢ Σαδώχ, 19 Ὀκτωβρίου) στὴν Περσία ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σαβώριο.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔχωσαν στὴ γῆ μέχρι τὴν μέση.
Γεννήθηκε τὸ 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὶς Κλαζομενὲς (ἀρχαία πόλη τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ βρισκόταν 40 χιλιομ. ΝΔ τῆς Σμύρνης). Περιπετειώδης ἡ ζωή του. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν χριστιανικώτατα. Ὅταν κάποτε οἰκογενειακῶς πήγαιναν στὴ Λαοδικεία, αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ λῃστές. Οἱ Λαοδικεῖς ὅμως, τοὺς ἐξαγόρασαν μὲ πολλὰ χρήματα. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ἔκανε τὸν Γρηγόριο νὰ ἀσχοληθεῖ ἀκόμα περισσότερο μὲ τὴν ἥσυχη καὶ ἀφιερωμένη ζωὴ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὴν Κύπρο, κοντὰ σ᾿ ἕνα φημισμένο μοναχὸ καὶ κατόπιν μὲ τὴν εὐχὴ αὐτοῦ τοῦ γέροντα ταξίδεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ἔφτασε στὸ ὄρος Σινᾶ. Οἱ προϊστάμενοι τῆς Μονῆς τὸν δέχτηκαν μὲ χαρὰ καὶ μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Στὴ Μονὴ μέσα ἦταν ὑπόδειγμα ὑψηλῆς πνευματικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅμως ὁ πειρασμὸς τοῦ φθόνου κατέλαβε ὁρισμένους μοναχούς, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Γρηγόριος στενοχωρημένος νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Μονή. μαζὶ μὲ ἕναν μοναχὸ Γεράσιμο ἔφυγε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κρήτη, ὅπου κοντὰ σ᾿ ἕναν φημισμένο γιὰ τὴν ἀρετή του μοναχό, τὸν Ἀρσένιο, πῆρε σπουδαῖα πνευματικὰ διδάγματα τέλειας χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔπειτα ὁ Γρηγόριος πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι τῆς Μονῆς Φιλόθεου. Ἐκεῖ συγκέντρωσε ἀρκετοὺς μαθητές, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀργότερα διακρίθηκαν στὴν πνευματικὴ ζωή. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Πρωτάτο τῶν Καρυῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, λόγω ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν, ταξίδεψε στὶς πόλεις Θεσσαλονίκη, Χίο, Μυτιλήνη καὶ Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπανέλθει μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ κατόπιν μὲ ὁρισμένους μαθητές του, ἔφυγε καὶ πάλι γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Ἀδριανούπολη, στὸ Κατακεκρυωμένο ὄρος. Ἐκεῖ ἔκτισε ὀχυρωμένο Μοναστήρι, ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, πρόσφερε πολλὰ πνευματικὰ ἐφόδια στὸν πληθυσμὸ τῶν γύρω περιοχῶν (Ἕλληνες, Σέρβους καὶ Βουλγάρους). Μετὰ τὴν περιπετειώδη αὐτὴ ζωή, ὁ Γρηγόριος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Εὐσεβέστατος, διακρίθηκε συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παιδεία του. Ἔκανε διδάσκαλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους μετέδωσε τὰ νάματα τῆς νηπτικῆς φιλοσοφίας. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ διάλεξε σκήτη κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας. Ἡ σκήτη αὐτή, δὲν ἄργησε νὰ ἀναδειχθεῖ κοινὸ ἐντευκτήριο τῶν εὐσεβέστερων ψυχῶν. Ὁ Γρηγόριος πρόθυμα ἔλυνε ἀπορίες, μετέδιδε γνώσεις, φώτιζε διάνοιες καὶ στήριζε τοὺς κλονιζόμενους, δίνοντας σ᾿ αὐτοὺς πολύτιμες ὁδηγίες, γιὰ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ ν᾿ ἁγιάζουν τὶς καρδιές τους. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ν᾿ ἀσχολεῖται μ᾿ αὐτὰ τὰ θεάρεστα ἔργα.
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη
Οἱ νεομάρτυρες αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη, ἐκτὸς τοῦ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή. Ὅλοι λοιπόν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ἐξορίστηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ γέρων, φοβήθηκε καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πουλήθηκαν σὰν δοῦλοι καὶ σὰν νεαροὶ ποὺ ἦταν ἐξισλαμίστηκαν μὲ δόλιο τρόπο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μανουήλ, πουλήθηκε στὴν Αἴγυπτο, ἔμαθε τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα καὶ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ Κορανίου. Μετὰ τὴν νικηφόρα ἔκβαση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Σαμοθράκη ἦταν ὑπὸ τουρκικὸ ζυγό, οἱ πέντε αὐτοὶ νεομάρτυρες, ἐπανῆλθαν στὴ Σαμοθράκη καὶ ἀποκήρυξαν τὸν μουσουλμανισμό, ποὺ μὲ τὴν βία σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶχαν ἀσπασθεῖ. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκαν φρικτά. Ἀλλὰ ὅλοι ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι δέχτηκαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου: ὁ μὲν Μιχαὴλ μὲ μαχαῖρι κόπηκε σὲ τεμάχια, οἱ δὲ Γεώργιος καὶ Θεόδωρος ἀπαγχονίστηκαν καὶ ὁ Μανουὴλ μὲ τὸν Γεώργιο τὸν νεότερο, «ὀγκίνοις» (αἰχμηρὰ μολυβένια ὄργανα) παραδοθέντες, μαρτυρικὰ ἐξέπνευσαν. Ὅλων τὰ μαρτύρια ἔγιναν στὴ Μάκρη τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, 6 Ἀπριλίου 1835, Δευτέρα τοῦ Θωμά.
Ὁ ὁσιομάρτυρας αὐτός, ζοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μὲ προτροπὴ λοιπὸν τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς αὐτῆς, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν συνοδὸς τῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίμου, ποὺ βάδιζαν πρὸς τὸ μαρτύριο. Αὐτοὶ ὅμως, δείλιασαν μπροστὰ στὰ βασανιστήρια, ἀπαρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κατήγγειλαν σὰν αἴτιο τῆς πορείας τους πρὸς τὸ μαρτύριο τὸν Γεννάδιο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸ Γεννάδιο, τὸν φυλάκισαν καὶ ποικιλότροπως τὸν βασάνισαν. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 6 Ἀπριλίου 1818. Τμῆμα τῶν λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου ὁ Ἅγιος ἀσκήθηκε στὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πίστη.