Ἐπετειολόγιον
24-9-1822
Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας ἀνακηρύσσουν τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο Ἀρχιστράτηγο.
24-9-1867
Ὁ Μέγας Βεζίρης Ἀλή πασᾶς, πού ἔφτασε στήν Κρήτη, ἀπευθύνει στούς Ἕλληνες τοῦ νησιοῦ προκήρυξη τοῦ Σουλτάνου γιά συνθηκολόγηση καί παροχή ἀμνηστίας. Ἡ κατηγορηματική ἀρνητική ἀπάντηση τῶν Κρητῶν θεωρεῖται μνημειώδης.
24-9-1908
Ὁ λαός τῶν Χανίων κηρύσσει τήν ἕνωση τῆς Κρήτης μέ τήν Ἑλλάδα.
Ἁγιολόγιον
- Ἡ Ἁγία Θέκλα ἡ Ἰσαπόστολος
- Ὁ Ὅσιος Κόπρις
- Μνήμη θαύματος τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας
- Ἡ Ἁγία Πέρση (ἢ Περσίδα)
- Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἁγιορείτης
Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια στὸ Ἰκόνιο. Μνηστεύθηκε μὲ κάποιο νέο, τὸ Θάμυρη, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμελλε νὰ συζευχθεῖ. Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε στὸ Ἰκόνιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι ἑνὸς εὐσεβοῦς ἄνδρα, τοῦ Ὀνησιφόρου, μετέπειτα ἀποστόλου (†7 Σεπτεμβρίου). Ἡ συνεχὴς προσέλευση στὸ θεῖο κήρυγμα προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τῆς Θέκλας. Καὶ κάποια νύκτα, μέσα στὸ ἀκροατήριο ἦταν καὶ αὐτή. Τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε τὴν τράβηξαν τόσο πολύ, ὥστε τὴν ἔκαναν νὰ ἐπανέλθει πολλὲς φορὲς νὰ ἀκούσει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτό, ὅμως, ὅταν τὸ ἔμαθαν ἡ μητέρα της καὶ ὁ μνηστῆρας της, προκειμένου νὰ τὴν ἐπαναφέρουν στὴν εἰδωλολατρία, συκοφάντησαν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἡγεμὼν Καστίλλιος νὰ τὸν φυλακίσει καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ ἡ Θέκλα εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Συγγενεῖς καὶ πρώην φίλοι τῆς τὴν πολέμησαν ἀνελέητα. Αὐτὴ ὅμως, εἶχε στὴ θύμησή της τὰ λόγια του διδασκάλου της Ἀποστόλου Παύλου: «Θύρα μοι ἀνέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί». Μοῦ ἀνοίχτηκε, δηλαδή, πόρτα μεγάλη, γιὰ καρποφόρα ἱεραποστολικὴ δράση. Καὶ γι᾿ αὐτό, λόγω τοῦ φθόνου ποὺ ἔχει ὁ σατανᾶς γιὰ κάθε καλό, πολλοὶ καὶ τώρα παρουσιάζονται ἐνάντιοι καὶ πολέμιοι. Τελικὰ ἡ Θέκλα στὴν πορεία τῆς Ἱεραποστολικῆς της δράσης πέρασε πολλὰ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ὅμως, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκε ἄθικτη. Πέθανε 90 χρονῶν σὲ κάποιο ὄρος τῆς Σελεύκειας.
Ἐπονομάσθηκε ἔτσι, διότι ἡ μητέρα του σὲ καιρὸ διωγμοῦ καὶ ἐπιδρομῆς βαρβάρων, ἐνῷ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ νὰ φύγει, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ στὸ δρόμο καὶ γέννησε τὸν ὅσιο πάνω σὲ κοπριά! Ὁ Ὅσιος Κόπρις ἦταν σύγχρονος τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἐπὶ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά του, τὴν ἁγνότητά του καὶ τὴν σωφροσύνη του. Ἐπίσης ἦταν τύπος μεγάλης προθυμίας καὶ ταπεινοφροσύνης, καὶ ἔνιωθε μεγάλη εὐχαρίστηση ὅταν πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Καὶ ὅταν κανεὶς τοῦ ἔλεγε ὅτι ταπεινοφρονεῖ, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Πράγματι, πῶς νὰ μὴ ταπεινοφρονῶ; ὁ τόπος ποὺ γεννήθηκα (δηλ. ἡ κοπριά) δείχνει τὴν ἀξία μου». Ἔτσι ἔζησε καὶ πέθανε, πιστὸς πάντοτε, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν συνανθρώπων του. Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνύψωσε. Γιὰ τὴν πίστη του, τὴν διακονία του, τὴν ταπεινοφροσύνη του, δίκαια ἡ Ἐκκλησία τὸν κατάταξε στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων της.
Μνήμη θαύματος τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας
Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Μυρτιδίων στὸ νησὶ Κύθηρα, ὅταν θεράπευσε παράλυτο. Λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὶς παραδόσεις τῆς εὑρέσεως τῆς ἁγίας εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισας, βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, αὐτὴ τὴν μέρα, τόμος 9ος σελίδα 514, ἔκδοση 5η 1992.
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye κατὰ τὴν 23η καὶ 24η Σεπτεμβρίου καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 3041 τὴν 24η Σεπτεμβρίου μὲ τὸ δίστιχο: «Μικρὸν θαλαττεύουσα Πέρσα, πρὸς χρόνον, μέγαν πρὸς ὅρμον οὐρανοῦ προσωρμήσω».
Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἁγιορείτης
Ἔγινε γνωστὸς πρὶν ἀκόμα ἁγιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὸ βιογραφικὸ ἔργο «Ὁ γέροντας Σιλουανὸς τοῦ Ἄθω», ποὺ τὸ συνέγραψε μὲ ὡραῖο τρόπο ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, ποὺ ἔζησε κοντὰ στὸν Ἅγιο γιὰ πολὺ καιρὸ στὸν Ἄθω. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Σωφρόνιο, ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀσκήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ 46 ὁλόκληρα χρόνια καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Γεννήθηκε τὸ 1866 στὸ χωριὸ Σόβοκ τῆς ἐπαρχίας Λεμπεντιάσκ τῆς Ρωσίας καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Συμεὼν Ἰβάνοβιτς Ἀντόνωφ. Στὴ Ρωσία ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ξυλουργοῦ. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε τὸ 1892 καὶ ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Τὸ 1911 ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ στολίστηκε μὲ πολλὲς ἅγιες ἀρετὲς καὶ γέμισε ὅλος ἀπὸ θεῖο φῶς. Τὸ 1905 βγῆκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας του. Ἀπεβίωσε στὶς 24 Σεπτεμθρίου τοῦ 1938 καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρόσφατα τὸν ἁγιοποίησε.