Ἐπετειολόγιον
12-9-1916
Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος μέ τόν ναύαρχο Παῦλο Κουντουριώτη φτάνουν στά Χανιά, μέ σκοπό τή δημιουργία Ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως γιά τή συμμετοχή τῆς Ἑλλάδας στόν πόλεμο στό πλευρό τῶν Συμμάχων.
13-9-1829
Ὑπογράφεται συνθήκη μεταξύ τοῦ Δ. Ὑψηλάντη καί τῶν Τούρκων καί ἔτσι ὁλόκληρη ἡ Στερεά Ἑλλάδα, ἐκτός ἀπό τήν Ἀθήνα, τήν Εὔβοια καί τό φρούριο τοῦ Καράμπαμπα, στήν ἀκτή τῆς Χαλκίδας, ἦταν ἐλεύθερη.
13-9-1914
Τμήματα στρατοῦ τῆς Αὐτόνομης Βορείου Ἠπείρου, ἀπό 170 περίπου ἄνδρες, εἰσέρχονται καί ἀπελευθερώνουν τό Βεράτιο.
13-9-1943
Ὑψώνεται στό Καστελλόριζο ἡ ἑλληνική Σημαία.
Ἁγιολόγιον
- Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Ἀναστάσεως
- Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἑκατόνταρχος
- Ὁ Ἅγιος Στράτων
- Οἱ Ἅγιοι Κρονίδης, Λεόντιος, Σεραπίων, Γορδιανός, Σέλευκος, Μακρόβιος, Οὐαλέριος (ἢ Οὐαλεριανὸς), Λουκιανός, Ζωτικὸς καὶ Ἠλεῖ
- Ὁ Ἅγιος Ἀριστείδης
- Ὁ Ὅσιος Πέτρος «ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ» (κατ᾿ ἄλλους «ὁ ἐν τῇ Ἀγρέᾳ)
- Ὁ Ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Νέος
- Ὁ Ἅγιος Μέλετος ὁ Πηγᾶς
- Προεόρτια τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ
Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Ἀναστάσεως
Πρόκειται γιὰ τὸν Ναὸ τοῦ Παναγίου Τάφου, ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε στὸν τόπο τοῦ Γολγοθὰ καὶ τὸν Ναὸ αὐτὸ ἐγκαινίασε κατὰ τὸ ἔτος 330.
Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἑκατόνταρχος
Γιὰ τὸν Κορνήλιο ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὸ δέκατο (ι´) κεφάλαιο.Ἦταν ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, θεοφοβούμενος ὅμως καὶ ὄχι εἰδωλολάτρης. Προσῆλθε στὸ Χριστὸ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Κατόπιν, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, ὁ Κορνήλιος δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Φοινίκη, Κύπρο, Ἀντιόχεια καὶ Ἔφεσο. Τελικά, ἔγινε ἐπίσκοπος Σκήψης τῆς Μυσίας. Ἐκεῖ τὸ ἔργο τοῦ Κορνηλίου ἦταν καρποφόρο, χάρη στὴ θαρραλέα ὁμολογία του μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀλλὰ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Δημήτριο, ποὺ τὸν συνέλαβε καὶ τὸν πίεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀφοῦ τὸν ὁδήγησε μέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναό, μπροστὰ σὲ πλῆθος κόσμου. Τελικὰ ὁ Κορνήλιος ὄχι μόνο ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀλλὰ βρῆκε καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους μέσα στὸ ναό. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ σύζυγος καὶ ὁ γιὸς τοῦ ἔπαρχου. Ὁ Κορνήλιος, λοιπόν, στράφηκε καὶ εἶπε στὸν ἔπαρχο ὅτι ἡ οἰκογένειά του δὲ θὰ πάθει κακό. Τὰ λόγια αὐτὰ ἔβαλαν σὲ ἀπορία τὸν ἔπαρχο. Πράγματι ὅμως, μόλις ὁ Κορνήλιος βγῆκε ἀπὸ τὸ ναό, ἔγινε μεγάλος σεισμός, ποὺ ἔριξε τὸ ναὸ καὶ ἔθαψε πολλοὺς κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια του. Τὴ σύζυγο, ὅμως, καὶ τὸ γιὸ τοῦ ἔπαρχου, τοὺς βρῆκαν διὰ θαύματος ζωντανούς. Τότε ὁ ἔπαρχος μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια καὶ σχεδὸν ὅλη τὴν πόλη βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Ἔτσι, ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν πρώην ἐθνικὸ Κορνήλιο νὰ γίνει «ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν»
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὴ Βιθυνία καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα καὶ βασανίστηκε μὲ διάφορα βασανιστήρια. Ἔπειτα ἔδεσαν τὰ χέρια του ἀπὸ τὰ κλαδιὰ δυὸ κέδρων, ποὺ λύγισαν μέχρι τὸ ἔδαφος. Κατόπιν τοὺς ἔλυσαν μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἅγιος νὰ διαμελιστεῖ στὰ δυό. Αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια τοῦ τυράννου Λικινίου (315).(Ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 9η Σεπτεμβρίου).
Ὅλοι πῆραν τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς δόξας τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ βασιλείας Λικινίου. Ὁ Κρονίδης, διάκονος στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἦταν πολὺ μορφωμένος, ταλαντοῦχος διδάσκαλος μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ ζῆλο, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ὁ Λεόντιος καὶ ὁ Σεραπίων ἦταν διακεκριμένοι μαθητές του, ἕτοιμοι ὅπως καὶ ὁ διδάσκαλός τους νὰ πάθουν τὰ πάντα γιὰ τὸ Χριστό. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Κάποια μέρα, ἐνῷ ἔδιναν λαμπρὴ ἀπολογία γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη μπροστὰ στοὺς εἰδωλολάτρες, αὐτοὶ ἐκνευρισμένοι τοὺς κακοποίησαν ἄγρια μὲ πέτρες καὶ ρόπαλα. Κατόπιν τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ἅγιες ψυχές τους. Οἱ ἅγιοι Γορδιανός, Σέλευκος καὶ Μακρόβιος, μαρτύρησαν στὴ Γαλατία. Ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸ Χριστό, οἱ ἄπιστοι τοὺς ἔριξαν τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Ὁ Οὐαλλέριος, ἀδελφικὸς φίλος τῶν τριῶν προηγουμένων μαρτύρων, ἀπουσίαζε ὅταν ἐκεῖνοι μαρτύρησαν, ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε πῆγε στὸν τάφο τους, ὅπου τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πεθάνει. Ὁ Στράτων παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὴ Βιθυνία, ἀφοῦ τοῦ ἔσχισαν τὰ σκέλη. Τέλος, ὁ Λουκιανός, ὁ Ζωτικὸς καὶ ὁ Ἠλεῖ, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους τὴν πόλη τῶν Τομέων μὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα Μαξίμου.
Ἦταν Ἀθηναῖος εὐπατρίδης, φιλόσοφος ἐξ ἐνδόξου ἀθηναϊκοῦ γένους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν Β´ μετὰ Χριστὸν αἰῶνα ἐπὶ αὐτοκρατορίας Ἀδριανοῦ. Ὁ Ἱερώνυμος ἔγραψεν ἐγκώμιον ἐξυψῶν αὐτὸν ὡς Ἰσαπόστολον. Ἐμυήθη τὴν εὐσέβειαν εἰς Χριστόν, παρὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀδριανὸν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν διωκωμένων Χριστιανῶν. Ἐδιώχθη καὶ ἐπειδὴ ἔλειπεν ὁ Ἀδριανὸς μετέβη εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἀπηλογήθη. Κατόπιν μετεφέρθη εἰς Ἀθήνας ὅπου ἐμαρτύρησεν, κρεμασθεὶς εἰς τὴν κοίλην της ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὴν 13ην Σεπτεμβρίου τοῦ 120 μ.Χ. κατὰ τὸ παλαιὸν συναξάριον, τὸ ὁποῖον μετεφράσθη εἰς τὰ λατινικὰ παρὰ τοῦ Ἱερωνύμου.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος «ὁ ἐν τρ Ἀτρώᾳ» (κατ᾿ ἄλλους «ὁ ἐν τῇ Ἀγρέᾳ»)
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νικηφόρου τοῦ Α´ (802-811) καὶ Σταυρακίου (784-806). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε κλήση στὴ μοναχικὴ ζωή. Πῆγε στὴν Ἀτρώα τῆς Βιθυνίας, ὅπου πέρασε τὴν ζωή του μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1686 στὴν Καλαμάτα τῆς Πελοποννήσου, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Δῆμο καὶ τὴν Ἀσημίνα. Ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1745. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει: «Τοῦτον τὸν ὅσιον κατέταξεν εἰς τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὁ Νικόδημος, εὑρὼν φανταστικὸν αὐτοῦ βίον (ἴδε Νέον Ἐκλόγιον) μετὰ θαυμάτων συνοδευόμενον, γραφέντα ὑπὸ φανατικοῦ φίλου τοῦ Ἱεροθέου».
Ὑπῆρξε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (1590-1601). Μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα τοῦ 16ου αἰῶνα, χρημάτισε καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ χαλεποὺς καιροὺς (1597-1598). Γεννήθηκε τὸ 1549 στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης ἀπὸ εὐκατάστατη καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια, ἔλαβε ἀξιόλογη ἐγκύκλιο μόρφωση καὶ συνέχισε τὶς ἀνώτερες σπουδές του στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παταβίου. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο στὴ μονὴ Ἀγκαράθου τῆς Κρήτης, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566-1590). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἀγκαράθου μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Σιλβέστρου, ἀγωνίστηκε μὲ ζῆλο ἐναντίον τῆς λατινικῆς προπαγάνδας. Σύντομα ἀναφέρεται ὡς κληρικὸς καὶ πρωτοσύγκελλος τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σιλβέστρου, χειροτονήθηκε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ (5 Αὐγούστου 1590). Ἀγωνίστηκε μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὀρθόδοξες σχέσεις καὶ τὰ διεκκλησιαστικὰ προβλήματα. Περιόρισε τὰ χρέη τοῦ πατριαρχείου, ἀνοικοδόμησε μὲ τὴν συνδρομὴ καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἱερεμία νέο πατριαρχικὸ οἶκο καὶ ἔλυσε πολλὰ ἀπὸ τὰ πιεστικὰ προβλήματα τοῦ πατριαρχείου, ὡς τὸν πρόωρο θάνατό του σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν (1601).