7 Σεπτεμβρίου

Ἐπετειολόγιον

7-9-413 π.Χ.

Οἱ Συρακούσιοι, σέ ναυμαχία κοντά στόν λιμένα τῶν Συρακουσῶν κατανικοῦν τόν ἀθηναϊκό στόλο. Ἡ ἥττα αὐτή σημειώνει τό τέλος τῆς προσπάθειας τῆς Ἀθήνας νά ἀποκτήσει τόν ἔλεγχο στή Σικελία.

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ἅγιος Σώζων

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Πατρίδα του ἦταν ἡ Λυκαονία καὶ σὰν ἐθνικὸς ὀνομαζόταν Ταράσιος. Ὅταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ὀνομάσθηκε Σώζων. Βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, προσπαθοῦσε νὰ μιμεῖται τὴν ἡμερότητα τῶν προβάτων, ποὺ θαύμαζε πολύ. Πολλὲς φορὲς τὸν ἐνοχλοῦσαν καὶ τὸν ἀδικοῦσαν οἱ ἄλλοι βοσκοί, ἀλλὰ αὐτὸς πάντοτε στάθηκε πρᾶος ἀπέναντί τους. Μοῦ εἶναι ντροπή, ἔλεγε, νὰ γίνω κατώτερος ἀπὸ τὰ πρόβατα ποὺ βόσκουν. Μελετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ὅταν στὴν ἐξοχὴ συναντοῦσε εἰδωλολάτρη, προσπαθοῦσε νὰ τὸν κατηχήσει στὸ Χριστό. Κάποτε ὁ Σώζων πῆγε στὴν Πομπηιούπολη τῆς Κιλικίας, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα χρυσὸ εἰδωλολατρικὸ ἄγαλμα. Μόλις τὸ εἶδε, ἡ ψυχὴ τοῦ πράου Σώζοντα παροργίστηκε. Τότε, μὲ θάρρος πολὺ ἔσπασε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ χρυσοῦ ἀγάλματος, τὸ πούλησε καὶ τὰ ἔσοδα διαμοίρασε στοὺς φτωχούς. Ὁ ἔπαρχος Μαξιμιανὸς ἀναστατώθηκε καὶ φυλάκισε πολλοὺς ἀνεύθυνους. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Σώζων, παρουσιάστηκε στὸν ἔπαρχο καὶ στὶς ἀπειλές του μὲ ἤρεμο ὕφος ἀπάντησε ὅτι μέσα στὸ ναὸ τὸ ἄγαλμα ἦταν ἄχρηστο, ἐνῷ ἔτσι ὠφέλησε καὶ κάποιους φτωχούς. Ἀμέσως τότε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν φρικτά, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ὅπου ὁ πρᾶος καὶ ζηλωτὴς βοσκὸς ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος νὰ τί λέει γιὰ τοὺς πράους: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». Μακάριοι, δηλαδή, οἱ πρᾶοι, ποὺ συγκρατοῦν τὸ θυμό τους καὶ δὲν παραφέρονται ποτέ, διότι αὐτοὶ θὰ πάρουν σὰν κληρονομιὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ τὰ ἀγαθά της θὰ ἀπολαύσουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.


Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος καὶ Ὀνησιφόρος οἱ Ἀπόστολοι

Ὁ Εὔοδος ἀνήκει στὴ χορεία τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος στὴ μεγάλη Ἀντιόχεια, ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Αὐτὸς λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε μεγαλόφωνος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔλαμψε σ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Ὀνησιφόρος, ἦταν χριστιανὸς οἰκογενειάρχης στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Τὸν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β´ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή, α´ 16-18). Αὐτὸς λοιπόν, ἔγινε ἐπίσκοπος Κολοφῶνος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ διακρίθηκε στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ὑπερασπίσθηκε μὲ ἀνδρεία μέχρι αἵματος. (Γι᾿ αὐτὸν τὸν Ἅγιο βλέπε καὶ στὸ βιογραφικὸ σημείωμα τῆς Ἁγίας Θέκλας, τὴν 24η τοῦ ἰδίου μήνα).


Ὁ Ἅγιος Εὐψύχιος

Ἀνήκει στὶς εὐσεβεῖς δόξες τῆς Καισαρείας στὴν Καππαδοκία. Ὁ πατέρας του Διονύσιος, πέθανε ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἀπέμεινε ὀρφανός. Κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη, βαπτίστηκε καὶ ἔγινε ὑπήκοος καὶ μακαριστὸς γιὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, τὰ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Αὐτὸς ζοῦσε μὲ μεγάλη ἁπλότητα καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀδριανὸς (117 μ.Χ.), καταδιώχτηκε καὶ καταδικάστηκε. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ξέσκισαν τὰ πλευρὰ καὶ ἔτσι αἱμόφυρτο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τελικά, ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν τὸν ἀποκεφάλισαν.


Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τῆς ἐπικαλούμενης τοῦ Βαθέος Ρύακος

Αὐτὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ ὁσίου Βασιλείου τοῦ κτήτορα τῆς Μονῆς τοῦ Βαθέος Ρύακος, ποὺ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία. Καταγόταν ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπαρχία τῶν Καππαδοκῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρή του εὐλάβεια καὶ τὴν θεοφιλῆ ζωή του. Ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Λυκαόνων

Αὐτὸς ἔγινε μοναχὸς καὶ στὴ συνέχεια ἡγούμενος, τρίτος στὴ σειρὰ ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς Βαθέος Ρύακος, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλια καὶ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Διαδέχτηκε τὸν Πέτρο τὸν Εὐλαβῆ ἀπὸ τὴν Καππαδοκία.


Ἡ Ὁσία Κασσιανή

Εἶναι ἡ γνωστὴ Κασσιανὴ ποιήτρια, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦβασιλιᾶ Θεοφίλου (829-842). Τὴ μνήμη της δὲν ἀναφέρει κανένας Συναξαριστής. Καὶ ὅμως οἱ Κάσιοι, ἀπὸ τὴν συγγένεια τοῦ ὀνόματός της μὲ τὸ νησί τους, καθιέρωσαν τὴν μνήμη αὐτῆς τὴν 7η Σεπτεμβρίου καὶ ὁ Γεώργιος Σασσὸς ὁ Κάσιος φιλοπόνησε καὶ εἰδικὴ Ἀκολουθία, ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 1889 στὸ τυπογραφεῖο τῆς «Μεταρρυθμίσεως». Τὸ παράδοξο ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ ἀφιερώθηκε στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο, ποὺ ὁ ἴδιος στὴν συνέχεια τὴν ἔδωσε γιὰ ἐκτύπωση στὸν Μητροπολίτη Θηβαΐδας Γερμανὸ (τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1889) καὶ ἔτσι, ἐπισημοποιήθηκε κατὰ κάποιο τρόπο ἡ ἁγιοποίηση τῆς Κασσιανῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπως τὸ ποθοῦσαν oι κάτοικοι τῆς Κάσου.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργὸς Ἀρχιεπίσκοπος Νοβογορδίας (Ρῶσος)


Προεόρτια (Παραμονή) τῆς Γεννήσεως τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας