2 Σεπτεμβρίου

Ἐπετειολόγιον

2-9-1822

Ἔπειτα ἀπό συμφωνία μέ τόν Κεσέρ πασᾶ, λόγῳ τῶν διαδοχικῶν ἑλληνικῶν ἀποτυχιῶν στήν Ἤπειρο, οἱ Σουλιῶτες ἐγκαταλείπουν τήν Πατρίδα τους καί ἀναχωροῦν γιά τά Ἑπτάνησα.

2-9-1829

Ὑπογράφεται ἡ Συνθήκη τῆς Ἀνδριανουπόλεως μεταξύ Ρωσίας καί Τουρκίας (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος). Σύμφωνα μ’ αὐτήν ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀναγνωρίζει τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ἅγιος Μάμας

Γεννήθηκε στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας τὸ 260 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς, τὸ Θεόδοτο καὶ τὴν Ρουφίνα, ὅταν αὐτοὶ ἦταν μέσα στὴ φυλακή, ὅπου πέθαναν προσευχόμενοι. Ὁ Μάμας, βρέφος ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανός. Ὅμως, μία πλούσια χριστιανὴ γυναῖκα, ἡ Ἀμμία, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε μὲ στοργὴ μητρικὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπειδὴ δὲ ὀνόμαζε τὴν θετή του μητέρα συνεχῶς μάμα, δηλ. μαμά, ὀνομάστηκε Μάμας. Ὅταν ἔγινε 15 χρονῶν, πιάστηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες, διότι χωρὶς φόβο, δημόσια, ὁμολογοῦσε τὸ Χριστό. Τότε τὸν χτύπησαν ἀλύπητα. Κρέμασαν στὸ λαιμό του μολυβένιο βαρίδιο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ὅμως μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ σώθηκε. Ἔπειτα τὸν ξανασυνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι καὶ μετὰ τροφὴ στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ σώθηκε θαυματουργικά, διαπέρασαν τὴν κοιλιά του μὲ τρίαινα. Καὶ ἔτσι μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα ἀναχώρησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή. Μᾶς θυμίζει δὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶπε: «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Ὅποιος, δηλαδή, ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ παιδάκι αὐτό, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ἀπὸ παιδὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν σπάνια ἐγκράτειά του καὶ γιὰ τὸν ἀπὸ φυσικοῦ ἔρωτα πρὸς τὴν νηστεία, πρᾶγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν προσωνυμία τοῦ Νηστευτῆ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὅταν ἔγινε ἔφηβος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χαράκτη. Ἡ καρδιά του ὅμως, ἦταν δοσμένη στὰ θεῖα καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία, πλουτίζοντας ἔτσι τὶς γνώσεις του. Τὰ πλεονεκτήματά του αὐτά, ἐκτίμησε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Γ´ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα τὴν ἐλεημοσύνη, βοηθώντας πλῆθος φτωχῶν καὶ ἄλλων ἀπόρων. Ἀργότερα ἔγινε πρσβύτερος, καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Εὐτυχίου, μὲ κοινὴ ὑπόδειξη ἀρχόντων καὶ λαοῦ, ἐκλέχτηκε διάδοχός του ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς ὡς Ἰωάννης Δ´ (12-4-582 ἐπὶ βασιλέως Μαυρικίου). Τὸ πόσο ἔλαμψε καὶ σὰν Πατριάρχης ὁ Ἰωάννης, ἔχουμε πολὺ εὔγλωττες μαρτυρίες: ὁ ἐπίσκοπος Σενιλλίας Ἰσίδωρος τὸν παριστάνει σὰν ἅγιο καὶ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος τὸν ἀποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στὸν Ἰωάννη ἐπίσης, Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 587, τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο «οἰκουμενικός». Σχετικὰ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ποινὲς ὁ Ἰωάννης θέσπισε σοφὸ κανονικό, ποὺ βρίσκεται στὸ Πηδάλιο. Πέθανε 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 595 καὶ τὸ λείψανό του τάφηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.


Ὁ Ἅγιος Διομήδης

Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε σπαθιζόμενος.


Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός

Θανατώθηκε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ ξύλο στὸ κεφάλι καὶ ἔτσι ἔνδοξα μαρτύρησε.


Ὁ Ἅγιος Φίλιππος (ἢ Θεόδοτος ἢ Θεόδωρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Εὐτυχιανὸς

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔψησαν ζωντανὸ πάνω σὲ σχάρα.


Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος

Μαρτύρησε διὰ ἀπαγχονισμοῦ.


Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης

Μαρτύρησε διὰ πυρός.


Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος

Μαρτύρησε διὰ σταυρικοῦ θανάτου.


Ὁ Ἅγιος Φιλάδελφος

Οἱ Συναξαριστὲς γιὰ τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρουν: «λίθῳ τὸν τράχηλον βαρυνθεὶς τελειοῦται».


Ὁ Ἅγιος Μελάνιππος

Μαρτύρησε διὰ πυρός.


Ἡ Ἁγία Παρθαγάπη

Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.


Οἱ Δίκαιοι ἱερεῖς Ἐλεάζαρ καὶ Φινεές

Ἦταν ἱερεῖς τῶν Ἑβραίων. Ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν τρίτος γιὸς τοῦ Ἀαρών, ὁ δὲ Φινεὲς ἦταν γιὸς μὲν τοῦ Ἐλεάζαρ, ἐγγονὸς δὲ τοῦ Ἀαρών. Καὶ ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν ἐπιτηρητὴς τῆς Σκηνῆς (τοῦ Μαρτυρίου) (Ἀριθμ. δ´, 16). Ὁ δὲ Φινεές, γιὰ τὸ ζῆλο ποὺ ἔδειξε θανατώνοντας τὸν Ζαμβρὶ καὶ τὴν Χασβὶ τὴν Μαδιανίτιδα, διότι ἀναίσχυντα ἐκπορνεύονταν προσβάλλοντας τὸν Μωϋσῆ καὶ τὴν συναγωγὴ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἔλαβε τὴν διαθήκη αἰωνίου Ἱεροσύνης (Ἀριθμ. κε´, 11-13).


Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀμμών (ἢ Ἀμμοῦν)

Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ ἐργάζονταν μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Παροιμιώδης δὲ ἦταν καὶ ἡ φιλανθρωπία τους, μὲ τὴν ὁποία εὐεργετοῦσαν καὶ χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ τελευταῖο ὅμως αὐτό, συντελοῦσε πολὺ στὴ μεταβολὴ τῶν εἰδωλολατρῶν πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἔπαρχος Βάβδος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν δράση αὐτὴ τοῦ Ἀειθαλᾶ καὶ τοῦ Ἀμμών, διέταξε τὴν σύλληψή τους. Καί, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς θανάτωσαν μὲ χτυπήματα σκληρότατα, μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν.