13 Ὀκτωβρίου

Ἐπετειολόγιον

13-10-1904 

Ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελᾶ.

Ἁγιολόγιον


Οἱ Ἅγιοι Κάρπος, Πάπυλος, Ἀγαθόδωρος καὶ Ἀγαθονίκη

Μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος (249-251), σκληρότατος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ὅλοι πατρίδα εἶχαν τὴν Πέργαμο. Ὁ Κάρπος, μὲ ἄρτια γραμματικὴ μόρφωση, εὐσεβέστατος καὶ μὲ πολλὲς ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία, εἶχε γίνει ἐπίσκοπος Θυατείρων. Ὁ Πάπυλος, ποὺ εἶχε σπουδάσει ἰατρικὴ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του ἀμισθί, ἔγινε διάκονος καὶ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Κάρπου. Ὁ Ἀγαθόδωρος, ψυχὴ ἐκλεκτὴ καὶ πιστή, ἦταν ὑπηρέτης στὴν ἐπισκοπὴ Θυατείρων. Ὅταν καὶ τοὺς τρεῖς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Οὐαλέριος, ὁμολόγησαν μπροστά του μὲ παῤῥησία τὸ Χριστό. Τότε ὁ Οὐαλέριος τοὺς εἶπε: «Οἱ χριστιανοὶ εἶναι δεισιδαίμονες, ἀνίκανοι, χωρὶς ἀνώτερα αἰσθήματα. Ἐσεῖς, σὰν μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀμέσως πρέπει νὰ τοὺς ἀρνηθεῖτε». Στὴν κατηγορία αὐτή, ἀπάντησε ὁ Ἐπίσκοπος Κάρπος μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Μία ἀπάντηση ποὺ ἴσχυε, ἰσχύει καὶ θὰ ἰσχύει στοὺς αἰῶνες, γιὰ τὸ φρόνημα τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν. Εἶπε λοιπόν: «Κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσὶ λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν», ποὺ σημαίνει, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ βασιλιά, κοπιάζουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ἔπειτα, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄπιστοι στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ γι᾿ αὐτούς. Ἐνῷ μας καταδιώκουν, τοὺς δείχνουμε ἀνοχή, ἐνῷ μας συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρακλητικά. Ἐκνευρισμένος ὁ Οὐαλέριος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ τοὺς βασάνισε, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Παπύλου Ἀγαθονίκη, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.


Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος

Τὸν διέκριναν χαρακτηριστικὴ ψυχραιμία καὶ θάῤῥος, ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ ζωή του κρεμόταν ἀπὸ μία κλωστή. Ὁ ἅγιος Φλωρέντιος ζοῦσε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀπ᾿ ὅπου καὶ καταγόταν. Μὲ τὴν μεγάλη πίστη καὶ τὸ θεῖο ζῆλο του γιὰ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Καταγγέλθηκε γι᾿ αὐτὸ στὸν τότε εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε μπροστά του τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Δὲν δίστασε μάλιστα, νὰ συστήσει καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἡγεμόνα νὰ ἀσπαστεῖ τὴ χριστιανικὴ πίστη, σπάζοντας ἔτσι τὰ δίκτυα τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης. Ὁ ἡγεμόνας ξαφνιασμένος στὴν ἀρχή, ἐξοργισμένος κατόπιν, διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά. Τὸν ἔδειραν λοιπὸν καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες. Στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά, ὅπου κάηκε τὸ σῶμα του, ἀλλὰ μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ βγῆκε γιὰ ν᾿ ἀνέβει λαμπρότερη ἀπὸ κάθε φλόγα, ἡ εὐσεβὴς καὶ ἡρωικὴ ψυχή του.


Ὁ Ἅγιος Μαρτύροχος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν πιὸ πάνω Φλωρεντία. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με τὸν νοτάριο Ἅγιο Μαρτύριο (†25 Ὀκτ.).


Ὁ Ἅγιος Διόσκορος

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ τὸ ἔτος 288. Καταγόταν ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Σκηνοπολίτες καὶ στὸ ἀξίωμα ἦταν βουλευτής. Πέταξε λοιπόν, στὰ σκουπίδια ὅλα τὰ κατὰ κόσμον ἀξιώματα καὶ τιμές, καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Λουκιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὶς διώξεις του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἐμβρόντητος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴν στάση τοῦ Διόσκορου, προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταστρέψει τὴν γνώμη του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὰ κατάφερε, βασάνισε τὸν Ἅγιο σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς καὶ Πατρίκιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ἄννα, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἰδιαίτερη μάλιστα ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιο εἶχε ἡ συγγένισσά του βασίλισσα Εἰρήνη (ἄλλοι ἀναφέρουν Θεοδώρα). Προσλήφθηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἀνέβηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἱκανότητά του στὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου καὶ στρατηγοῦ τῆς Σικελίας. Ἔχοντας ὅμως κλίση στὴν ἤρεμη ζωή, ἔγινε μοναχός. Ἀλλὰ καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς Λέοντα καὶ Θεόφιλο καὶ ἐξορίστηκε πολλὲς φορές. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 838.


Ὁ Ἅγιος Βενιαμίν ὁ Διάκονος, Ἱερομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴν Περσία

Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα, ἐπὶ βασιλέων, Περσίας Ἰσδιγέργη καὶ Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ. Μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἦταν Διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Κήρυττε μὲ θερμότητα ζήλου καὶ δύναμη λόγου τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔτσι εἵλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Γιὰ τὴν δράση του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν βασιλιὰ Ἰσδιγέργη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια, μέσα στὰ ὁποῖα παρέδωσε τὴν ἐκλεκτὴ ψυχή του. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 31η Μαρτίου).


Ὁ Ἅγιος Ἀντίγονος

Μαρτύρησε διὰ πυρός.


Ὁ Ἅγιος Διοκλητιανός

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 23 μαζὶ μὲ τὸν Φλωρεντία, ὅπου καὶ ἡ κοινὴ Ἀκολουθία τους.


Τὰ ἅγια Δύο παιδιά

Μαρτύρησαν διὰ πυρός, ποὺ ἄναψαν στὸ ἔδαφος καὶ τὰ ἐξανάγκασαν νὰ τρέχουν μέσα σ᾿ αὐτή.


Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ἡ Νεομάρτυς

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σλάτενα (σημερινὴ Χρυσή) τῆς ἐπαρχίας Ἀλμωπίας Νομοῦ Πέλλης. Ὁ πατέρας της ἦταν φτωχὸς καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες. Ἡ Χρυσὴ ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Κάποτε, ἐνῷ βρισκόταν μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες στοὺς ἀγροὺς καὶ μάζευε καυσόξυλα, τὴν ἀπήγαγε κάποιος Τοῦρκος καὶ τὴν μετέφερε στὸ σπίτι του. Ὁ Τοῦρκος προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὴν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὴν κάνει γυναῖκα του. Ἡ Χρυσὴ ὅμως ἀντιστάθηκε καὶ δυναμικὰ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸν Χριστὸ μόνο γνωρίζω γιὰ νυμφίο μου, ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθῶ καὶ ἂν ἀκόμα μὲ κομματιάσεις». Οἱ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς Χρυσῆς, μὲ ἐξαναγκασμὸ τῶν Τούρκων, τὴν παρακαλοῦσαν νὰ δεχτεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ἡ μεγαλόψυχη Χρυσὴ τοὺς ἀπάντησε ὅτι: «πατέρα ἔχω τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, μητέρα τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀδελφοὺς δὲ καὶ ἀδελφὲς ἔχω τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες τῆς Ἐκκλησίας μας». Μπροστὰ λοιπὸν στὴ σταθερότητα τῆς Χρυσῆς, οἱ Τοῦρκοι ἀπάντησαν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1795, κατέκοψαν τὸ σῶμα της μὲ μαχαίρια καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Νυμφίο Χριστό.