12 Ἰουνίου

Ἐπετειολόγιον

12-6-1821

Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ἐκδίδει τήν πρώτη προκήρυξή του, ὡς «πληρεξούσιος Στρατηγός» τῆς Πελοποννήσου καί τῶν ἄλλων περιοχῶν.

12-6-1821

Ὁ Διοικητής τῆς Κύπρου, Κιουτσούκ Μεχμέτ, συλλαμβάνει μέ δόλο 470 Ἕλληνες τήν ὥρα πού ἐκκλησιάζονταν.

12-6-1823

600 Ψαριανοί καταλαμβάνουν τήν κωμόπολη Τσανταρλή.

Ἁγιολόγιον


Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Αἰγύπτιος

Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀσκητικὲς φυσιογνωμίες τῶν αἰγυπτιακῶν ἐρήμων, ὁ Ὀνούφριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία. Ἀπὸ παιδὶ ἀκόμα ἔδειχνε φλογερὸ πόθο ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸ Θεό. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐντάχθηκε σὲ μία κοινοβιακὴ ἀδελφότητα, ὅπου γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήθηκε στὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἐγκράτεια καὶ στὴν ὑπακοή. Ἡ μεγάλη του ταπεινοφροσύνη ἔκανε τοὺς ἀδελφούς του νὰ τὸν ἀγαπήσουν πολύ. Ὅταν ὡρίμασε περισσότερο στὴν ἡλικία ὁ Ὀνούφριος θέλησε νὰ πάει βαθύτερα στὴν ἔρημο, νὰ γνωρίσει καὶ νὰ μιμηθεῖ τὴν ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἀσκητῶν της. Μὲ μεγάλη λύπη ἡ ἀδελφότητα ἄφησε ἐλεύθερο τὸ ἐπίλεκτο αὐτὸ μέλος της. Ἀφοῦ βάδισε ἀρκετὰ μέσα στὴν ἔρημο, συνάντησε τὴν καλύβη τοῦ ἐρημίτη Ἑρμία, ποὺ μὲ θεία ἀποκάλυψη τὸν περίμενε. Ὁ Ἑρμίας τὸν ὁδήγησε σὲ μία καλύβη, κάτω ἀπὸ ἕναν πελώριο φοίνικα, ποὺ δίπλα κελάρυζαν τὰ νερὰ μίας καθάριας πηγῆς. Ἐκεῖ ὁ Ὀνούφριος ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἄσκηση, καὶ ἡ φήμη του διαδόθηκε σὲ ὅλους τοὺς ἐρημίτες, ποὺ συχνὰ πήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Τελικά, ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, καὶ ὁ Παφνούτιος τὸν ἔθαψε κάτω ἀπὸ τὸν πελώριο φοίνικα. Θύμισε, ἔτσι, σὲ ὅλους τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «γύμναζε σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν». Δηλαδή, γύμναζε καὶ συνήθιζε τὸν ἑαυτό σου στὴ συνεχὴ ἐξάσκηση τῆς ἁγίας ζωῆς.


Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Θεοφόρος ὁ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσας

Πατρίδα τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς ἐκεῖ κοινωνίας, τὸν εἶχαν ἀναθρέψει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐκπαίδευση τοῦ Πέτρου ὑπῆρξε ἀξιόλογη καὶ μὲ τὰ προσόντα ποὺ ἦταν προικισμένος ἀναδείχτηκε καὶ στρατηγός. Ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος, μὲ τὴν δύναμη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἴσιο καὶ φωτεινὸ δρόμο. Ἀνέβηκε ψηλά, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀγαθός. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν μεταξὺ τῶν ἐπισήμων καὶ μεγάλων, ἀγαποῦσε νὰ κάνει συντροφιὰ μὲ τοὺς μικροὺς καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τὰ ταπεινά τους σπίτια, γιὰ νὰ φέρνει στὶς στερήσεις καὶ τὶς θλίψεις τους παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση. Σὲ κάποια μάχη ὅμως, νικήθηκε τὸ βασιλικὸ στράτευμα καὶ ὁ ἴδιος πιάστηκε αἰχμάλωτος. Ἀπελευθερώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό. Πῆγε λοιπὸν στὴ Ῥώμη, περιηγήθηκε ὅλα τὰ χριστιανικὰ μνημεῖα, μελέτησε τὴν Ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Ἔπειτα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια μέσα σὲ μία σπηλιά. Ὅταν πέθανε, οἱ μοναχοὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμές, σὰν πατέρα καὶ καθοδηγό τους.


Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ καὶ Διοκλητιανοῦ καὶ ἄρχοντα Πρισκιλλιανοῦ. Τὸ ἔτος 302 συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὴ καὶ χτυπήθηκε στοὺς μαστούς. Κατόπιν ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν πίστη της, τὴν κρέμασαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἔτσι ὥστε νὰ καίγονται οἱ πλευρές της καὶ ἔπειτα τὴν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα. Κατόπιν σούβλισαν τὰ κάτω ἄκρα της καὶ ἔτσι μισοπεθαμένη τὴν ἔριξαν πάλι στὴ φυλακή, ὅπου ἔμεινε δυὸ ὁλόκληρα χρόνια. Ἔπειτα τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου ἡ Ἁγία ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ἐν τοῖς Δογάζου

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Ζήνων

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λευκωσίας Κύπρου

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Στὸν Παρισινὸ Κώδ. 402 Coislin φ. 157 ἡ μνήμη του φέρεται καὶ τὴν 13η Ἰουνίου.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Στρατιώτης


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Κονεζίας ὁ Θαυματουργὸς (Ῥῶσος)


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀσπροκάστρῳ

Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ἦταν λόγιος πρόκριτος τῆς πόλης αὐτῆς καὶ πολὺ εὐσεβής. Ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐμπόριο, κάποτε ἐπιβιβάσθηκε σ᾿ ἕνα τούρκικο πλοῖο καὶ συνόδευε τὰ ἐμπορεύματά του. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ ἐκδήλωσε ὁ Ἰωάννης, κίνησε τὸν φθόνο τοῦ Τούρκου πλοιάρχου, ὁ ὁποῖος μὲ μακρὲς συζητήσεις προσπαθοῦσε νὰ τὸν προσηλυτίσει. Ὁ Ἰωάννης, ἔμπειρος σχετικῶς μὲ τὶς Γραφές, νίκησε τὸν πλοίαρχο στὶς θρησκευτικὲς αὐτὲς συζητήσεις. Ὅταν ἀποβιβάστηκαν στὸ Ἄκκερμαν (Ἀσπρόκαστρο), ὁ πλοίαρχος συκοφάντησε τὸν Ἰωάννη στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα, ὅτι δῆθεν ἔδωσε λόγο νὰ γίνει μωαμεθανός. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁδηγοῦσαν μὲ τιμὲς τὸν Ἰωάννη, μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ποὺ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του. Ἀλλ᾿ ὁ Ἰωάννης περίτρανα ὁμολόγησε πὼς ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει χριστιανός, ὅσα πλούτη καὶ ἀξιώματα καὶ ἂν τοῦ προσφέρουν. Θυμωμένος ὁ ἡγεμόνας, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν τόσο σκληρά, ὥστε τὸ αἷμα του ἔτρεχε σὰν ποτάμι. Κατόπιν ἔτσι αἱμόφυρτο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν τὸν ξαναπαρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μὲ περισσότερο θάῤῥος τὴν πίστη του, λέγοντας πὼς αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ τοῦ ἔκαναν δὲν τοῦ φάνηκαν τίποτα καὶ ἂν ἔχουν ἄλλα καινούργια ἂς τὰ ἐφαρμόσουν. Ἐξοργισμένος ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ τύραννος, διέταξε καὶ τὸν μαστίγωσαν τόσο βάρβαρα, ὥστε ἄρχισαν νὰ πέφτουν κομμάτια οἱ σάρκες του, μέχρι ποὺ φάνηκαν τὰ ἐντόσθιά του. Στὴ συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀγρίου ἀλόγου, ποὺ τὸν ἔσερνε μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Τὴ στιγμὴ δὲ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ συνοικία, οἱ Ἑβραῖοι ἔβριζαν καὶ κακοποιοῦσαν τὸν Μάρτυρα. Ἕνας μάλιστα, πῆρε ἕνα σπαθὶ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι, στὶς 12 Ἰουνίου 1492. Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε τὸ ἐγκαταλελειμμένο λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὁ ἡγεμόνας φοβήθηκε καὶ ἔδωσε τὴν ἄδεια στοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸ παραλάβουν καὶ νὰ τὸ κηδεύσουν μὲ τιμὲς σὲ κάποιο Ναό, ὅπου παρέμεινε 70 χρόνια θαυματουργῶντας. Ἀργότερα, μὲ βασιλικὲς τιμές, μετεκομίσθη στὴ Σουτζάβα τῆς Μολδαυίας. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέταξε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Νικηφόρος ὁ Κρής, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1819 στὸ Ἰάσιο.


Ὁ Ἅγιος Συνέσιος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη

Πατρίδα τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, ἦταν τὸ χωριὸ Τρίγλια τῆς Προῦσας. Ὅταν λοιπὸν ὁ Συνέσιος ἦλθε σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του ἑτοιμάζονταν νὰ τὸν παντρέψουν. Αὐτὸς ὅμως, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ πῆγε στὴ Μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἦταν ὁ ἀδελφός του Θεόφιλος καὶ ὁ θεῖος του Γεράσιμος. Αὐτοὶ λοιπὸν τὸν συμβούλεψαν καὶ ἦλθε στὸ κοινόβιο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ὅπου μετὰ ἀπὸ δοκιμὴ ἔγινε Μοναχός. Λίγα χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁ Συνέσιος μαζὶ μὲ τοὺς Γέροντες καὶ τὸν ἐπίτροπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄρχοντα κὺρ Σπανδωνή, συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁδηγήθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τοὺς βασάνισαν σκληρά, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν μαρτυροῦσαν τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῶν Μοναστηριῶν. Ὁ ἐπὶ δυόμισι χρόνια ἀνελέητος βασανισμός τους, ἔκανε τὸν Συνέσιο μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους Γέροντες νὰ παραδώσουν μαρτυρικὰ τὴν δίκαια ψυχὴ τοὺς στὸ Θεό, στὶς 12 Ἰουνίου 1821.


Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη

Πατρίδα του ἦταν τὸ χωριὸ Ἔζουβα ἢ ἀλλιῶς Ἀμουρμπέκι τῶν Σεῤῥῶν. Νέος ἀκόμα, ἦλθε μὲ τὸν πατέρα του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ὁ μὲν πατέρας του ἔγινε μοναχὸς στὸ κοινόβιο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ὁ δὲ Βενέδικτος ἐστάλη στὸν Πολύγυρο γιὰ νὰ μάθει τὰ Ἱερὰ γράμματα. Ὅταν μεγάλωσε ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχὸς καὶ ἀργότερα Ἱερέας. Μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁδηγήθηκε δέσμιος μαζὶ μὲ ἄλλους καλογήρους στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμό, στὶς 12 Ἰουνίου 1821.


Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη

Ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας Τιμόθεος καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Βεροίας. Ὅταν ἦταν νέος παντρεύτηκε καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποβίωση τῆς συζύγου τοῦ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔγινε Μοναχός. Μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, μαρτύρησε καὶ αὐτὸς στὴ Θεσσαλονίκη, μαζὶ μὲ ἄλλους καλογήρους, στὶς 12 Ἰουνίου 1821. Ἦταν τότε πάνω ἀπὸ 60 χρονῶν.


Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα

Κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε στὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο τοῦ Παλάνου γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ Ἱερὰ γράμματα. Συνέβη ὅμως νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ μοναχοὺς τοῦ Ἱεροῦ κοινοβίου τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ὅταν αὐτοὶ ἐπέστρεψαν στὸ Ἅγιον Ὄρος τοὺς ἀκολούθησε καὶ αὐτός. Μετὰ ἀπὸ δοκιμή, ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος. Τὸ 1821 ὅμως, συνελήφθη μαζὶ μὲ ἄλλους συμμοναστές του, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀμπλοὺτ Ῥομποὺτ πασὰ καὶ ὁδηγήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ καὶ βάρβαρα βασανιστήρια.