Ἁγιολόγιο
- Οἱ Ἅγιοι Ἑρμύλος καὶ Στρατόνικος
- Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος Ἐπίσκοπος Νισίβεως
- Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος μάρτυρας
- Οἱ Ἅγιοι Παχώμιος καὶ Παπυρῖνος
- Τὰ Ἐγκαίνια τῆς Μονῆς Προφήτη Ἠλία τῆς ὀνομαζομένης τοῦ Βαθέος Ῥύακος
- Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης
- Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος ὁ Ἔγκλειστος
- Ὁ Ἅγιος Κentigern ἢ Μungo, ἐπίσκοπος Γλασκώβης (Σκωτίας)
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμύλος καὶ Στρατόνικος
Ὁ αὐτοκράτορας Λικίνιος τὸ 320-22 γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀντιπαθοῦσαν τὸ Μ. Κωνσταντῖνο, διέταξε διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Μεταξὺ ἄλλων βιαίων μέτρων, ἔκλεινε καὶ γκρέμιζε τὶς ἐκκλησίες τους καὶ ἐμπόδιζε τὸν ἐκκλησιασμό τους. Ποιός, ὅμως, θὰ τολμήσει νὰ διαμαρτυρηθεῖ φανερά; ὁ διάκονος Ἑρμύλος, - σύμφωνα με τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου μας: «Ἔχετε θάῤῥος, ἐγὼ νίκησα τὸν κόσμο» καθὼς καὶ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὁ Θεὸς δέ μας ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ὥστε νὰ μᾶς φοβίζουν οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ διωγμοί, ἀλλά μας ἔδωσε πνεῦμα καὶ χάρισμα δυνάμεως γιὰ νὰ ἀντέχουμε στοὺς πειρασμούς»- ἀντιδρᾷ φανερὰ καὶ ἔντονα. Αὐτὸ ἀμέσως καταγγέλλεται καὶ διατάζεται ὁ βασανισμός του. Πρῶτα μαστιγώνεται μὲ ἀκανθωτὰ μαστίγια καὶ μετὰ ῥίχνεται στὴ φυλακή. Τὸ μαρτύριο δὲ φέρνει τὸ ζητούμενο ἀποτέλεσμα, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ξανὰ βασανίζεται μὲ φρικτότερο τρόπο. Ἐκεῖ κοντά, ἦταν καὶ ἕνας στενός του φίλος, ὁ Στρατόνικος, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του βλέποντας τὸ μαρτύριο τοῦ Ἑρμύλου.Ὅμως, ἦταν ἔγκλημα νὰ δακρύσει κανεὶς γιὰ ἕνα χριστιανὸ μάρτυρα, ὁπότε θανατώνουν καὶ τοὺς δυὸ μαζί. Ἔτσι, ἀπὸ κοινοῦ ἀξιώθηκαν νὰ πάρουν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος Ἐπίσκοπος Νισίβεως
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Νίσιβιν τῆς Μεσοποταμίας, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος. Ἦταν ἄριστος γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, καὶ συγχρόνως ἀσκητικὸς στὴν προσωπική του ζωή. Ὁ Ἰάκωβος πίστευε, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ ἐπίδειξη. Ὁ Ἰάκωβος εἶχε πάρει μέρος καὶ στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325) στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ εὐσέβεια, διακατεχόταν καὶ ἀπὸ ἔνθερμη φιλοπατρία. Ὅταν κάποτε οἱ Πέρσες πολιόρκησαν τὴν Νίσιβιν, ὁ ἐπίσκοπος Ἰάκωβος ὑπῆρξε ὁ κύριος συντελεστὴς - μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστης του καὶ τὴν ἠθικὴ ἐπιῤῥοή του - τῆς ἀπόκρουσης τῶν ἐχθρῶν καὶ τῆς διάλυσης τῆς πολιορκίας. Πέθανε σὲ βαθειὰ γεράματα. Ἀλλὰ ὁ ζῆλος του δὲν εἶχε γεράσει καθόλου. Διατηρήθηκε ζωηρὸς καὶ ἀκμαῖος μέχρι τέλους (ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 31η Ὀκτωβρίου).
Μαρτύρησε διὰ ῥαβδισμοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Παχώμιος καὶ Παπυρῖνος
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τους ἔπνιξαν μέσα σὲ ποτάμι.
Τὰ Ἐγκαίνια τῆς Μονῆς Προφήτη Ἠλία τῆς ὀνομαζομένης τοῦ Βαθέος Ῥύακος
Ἡ Μονὴ αὐτὴ βρίσκεται κοντὰ στὴν Τρίγλια δηλαδὴ στὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Μοναχογιὸς εὐσεβῶν γονέων ἀπὸ τὴν πόλη Λάμψακο. Ὀνομαζόταν προηγουμένως Μανουὴλ καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ παιδὶ στὰ θεῖα, καὶ σωτήρια διδάγματα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὸ πῆρε σ᾿ ἕνα Μοναστήρι τοῦ ὄρους Γάνου, ὅπου, κοντὰ σ᾿ ἕναν ἐξαίρετο γέροντα, τὸν Μᾶρκο, ἀναδείχτηκε ἀκούραστος καὶ ἀκατάβλητος στὴ μελέτη, τὴν προσευχή, τὴν κυριαρχία τῆς γλώσσας, τὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὁμόνοια. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἡ ἀρετή του τὸν ἔφερε συνομιλητὴ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο. Κατόπιν πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καὶ ἀπὸ κεῖ τράβηξε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ κατέληξε στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας, ἀλλ᾿ ἀργότερα μὲ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου λόγω τῆς ἀρετῆς του, γύρισε ὅλο τὸν Ἄθω. Οἱ μεγάλοι ἀσκητικοί του ἀγῶνες συγκρίνονται μὲ αὐτοὺς τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου. Ἐπειδὴ ἔκανε συχνὲς μετακινήσεις, κατόπιν ἔκαιγε τὴν καλύβα του, γιὰ νὰ ἀσκεῖται στὴν πλήρη ἀκτημοσύνη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Καυσοκαλυβίτης. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1320 σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, διατηρῶντας ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὴν διαύγεια τοῦ νοῦ του.
Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος ὁ Ἔγκλειστος
Ῥῶσος (†1613).
Ὁ Ἅγιος Κentigern ἢ Μungo, ἐπίσκοπος Γλασκώβης (Σκωτίας)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.