6 Ἰανουαρίου

Ἐπετειολόγιο

6-1-1449

Στέφεται στό Μυστρᾶ, ὡς Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, πού ἦταν καί ὁ τελευταῖος Αὐτοκράτορας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

6-1-1828

Φτάνει στό Ναύπλιο ὁ Καποδίστριας, ὡς πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας.

Ἁγιολόγιο


Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια

Ἡ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἄρχισε τὸ δεύτερο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα. Ἀναφέρεται στὴ φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδας κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἡ Ἱστορία τῆς βάπτισης αὐτῆς εἶναι γνωστή, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο, στὸ Γ´ κεφάλαιο, στοὺς στίχους 13-17. Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης μετὰ ἀπὸ θεία διαταγὴ ἄφησε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἦλθε στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ κήρυττε, ἐξομολογοῦσε καὶ βάπτιζε. Ἐνῷ ἔκανε ὁ Ἰωάννης τὸ ἔργο αὐτό, μία μέρα ἦλθε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο πληροφόρησε τὸ γιὸ τῆς Ἐλισάβετ ποιὸς ἦταν. Ὁ Ἰησοῦς ζητάει νὰ βαπτισθεῖ. Ἔκπληκτοι οἱ παρευρισκόμενοι βλέπουν τὸν αὐστηροπρόσωπο καὶ ἐπιβλητικὸ ἀσκητὴ καὶ διδάσκαλο νὰ ὑποχωρεῖ μὲ ἀνέκφραστη εὐλάβεια καὶ ταπείνωση μπροστὰ στὸν ἄγνωστο. Στὴν ἀρχὴ ἀρνεῖται νὰ Τὸν βαπτίσει καὶ Τοῦ λέει ὅτι αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὁ Ἰησοῦς τὸν πείθει νὰ Τὸν βαπτίσει, διότι ἔτσι ἔπρεπε. Καὶ τότε, στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη διαδραματίζεται σκηνὴ μεγαλειώδης καὶ μοναδική. Μὲ μορφὴ περιστεριοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔρχεται καὶ κάθεται πάνω στὸν βαπτιζόμενο Ἰησοῦ. Καὶ συγχρόνως, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ Πατέρα Θεοῦ, ἀκούγεται νὰ λέει: «Οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα». Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ φανερώθηκε ὁ Θεὸς ὁ τρισυπόστατος, ἡ Τριάδα ἡ Ἁγία, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ὀνόμασε τὴν γιορτὴ αὐτὴ Θεοφάνεια.


Ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας Ῥωμανός

Ὁ νεοφανὴς αὐτὸς ἅγιος νεομάρτυρας καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δημινίτζα τῆς Λακωνίας Πελοποννήσου. Ἀρνούμενος νὰ ὑποκύψει στὶς πιέσεις τῶν Τούρκων νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἀποκεφαλίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 6 Ἰανουαρίου 1695.


Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος

Ὑπῆρξε Ἱεροδιάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας. Χειροτονήθηκε Ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ Ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Μ. Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσης καὶ ἔζησε ζωὴ Ἀποστολική. Ἦταν γιὸς Ἱερέα ἀπὸ τὴν Ἰβηρία ποὺ ἐξελληνίστηκε στὴν Καισαρεία. Ὑπῆρξε δεινότατος ῥήτορας καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ λίγο ἔλειψε νὰ χάσει τὴν σωφροσύνη του ἐρωτευθεὶς γυναῖκα πλούσια, ποὺ σώθηκε ὅμως ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ θαύματος. Κατόπιν πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου πάλι πολεμήθηκε ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία γιὰ τὴν ῥητορική του εὐφράδεια. Μόλις ὅμως, χάριτι Θεοῦ, συνῆλθε, ἐξομολογήθηκε στὴν Ὁσία Μελάνη τὴν Ῥωμαία, ἡ ὁποία συνέβαλε νὰ γίνει μοναχός. Ἀσκήτευσε σὲ κάποιο ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου ἔζησε 16 χρόνια μὲ αὐστηρότατη ἐγκράτεια. Ἀφοῦ καθάρισε τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, μετὰ τρία χρόνια πέθανε τὴν 6η Ἰανουαρίου τοῦ 415, ἀφοῦ πρῶτα ἀξιώθηκε καὶ τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος.